Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

«ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΝ»

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ

ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑ

ΠΤΥΧ. ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ & ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΝ. ΑΘΗΝΩΝ
ΕΝΕΡΓΟΥ ΜΕΛΟΥΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ
ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ











«ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΝ»



ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΣ ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ





ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1995 – ΑΘΗΝΑ
ΔΑΝΙΗΛ ΣΑΠΙΚΑΣ

Ο Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης Δανιήλ (κατά κόσμων Παναγιώτης) Σάπικας, γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα, αλλά κατάγεται από το Αμπελικό Πλωμαρίου Λέσβου. Είναι πτυχιούχος της Ριζαρείου Ανωτέρας Ιερατικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εισαχθείς τρίτος κατά σειράν επιτυχίας στο Πανεπιστήμιο, έτυχε υποτροφίας του Ι.Κ.Υ. Την 11/4/1972 εχειροτονήθη Διάκονος και την 29/1/1978 εχειροτονήθη εις πρεσβύτερο και προεχείρίσθη εις Αρχιμανδρίτην υπό του Σεβασμιωτάτου Γέροντος του μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. κ. Δαμασκηνού. Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυξ στην Ι. Μητρόπολη Φθιώτιδος. Σήμερα είναι Εφημέριος του Ι. Ναού Αγίων Αναργύρων του γενικού Νοσοκομείου «Βασιλεύς Παύλος», στο Γουδί Αθηνών και από του 1976 φοιτά στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε πολλά άρθρα – κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου – που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο Αθηνών και Λαμίας.



















ΣΧΕΣΙΣ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΝ

1. Έννοια του δόγματος και αντικείμενον αυτού
Το δόγμα είναι η αληθινή υπό της Οικουμενικής Συνόδου διηκριβωμένη και υπό συμπάσης της εκκλησίας παραδεκτή διδασκαλία και ότι μόνον μία κατά τούτον τον τρόπο διηκριβωμένη διδασκαλία έχει τον υποχρεωτικόν χαρακτήρα του δόγματος και επομένως πάσα μη επισήμως θεσπισθείσα διδασκαλία είναι η Θεολογούμενον δόγμα η θεολογική γνώμη.
Τα δόγματα διατυπούνται αλαθήτως υπό της εκκλησίας, δι’ ιεραρχών συνερχόμενων επισήμως εν Οικουμενική Σύνοδω. Άπασα δε η πίστης και η ζωή της Ορθοδοξίας, όλον το δόγμα της είναι Χριστολογία. Ο Μ. Βασίλειος σχετικώς αναφέρει ότι ([1]) «το της πίστεως δόγμα έχει θεμέλιον και αρχήν τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν (α).
Ο Τριαδικός Θεός είναι το «αντικείμενο» του δόγματος, προς το οποίον κατευθύνεται το δόγμα. Η δε εκκλησία είναι το υποκείμενον, εκ του οποίου αφορμάται τούτο. Η αυθεντία του δόγματος πηγάζει κυρίως εκ της αυθεντίας, ην έχει η εκκλησία έναντι των μελών της (Β).
Πολλοί εκ των Πατέρων της εκκλησίας ησχολήθησαν με το δόγμα, αναπτύσσοντες και διατυπούντες και ερμηνεύοντες αυτό. Ούτως ο Άγιος Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος εις την προς τους Μαγνησιεις επιστολήν του, προτρέπει αυτούς λέγων: ([2]) «σπουδάσατε ουν βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασι του Κυρίου και των Αποστόλων, ίνα πάντα, όσα ποιείτε κατευοδοθήσεται, σάρκιτε και πνέυματι, πίστει και αγάπη…». Ο δε μέγας πατήρ της εκκλησιάς, ο Γρηγόριος ο Νύσσης, γράφει: ([3]) «Διαιρών εις δύο την των Χριστιανων πολιτείαν, εις τε το ηθικόν μέρος και εις την δογμάτων ακρίβειας, το μεν σωτήριον δόγμα εν τη του βαπτίσματος παράδοσει κατησφαλίσατο…». Ο εις δε των τριλαμπων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος, ο Μ. Βασίλειος αναφερόμενος εις τα δόγματα της εκκλησίας γράφει: ([4]) «Των εν τη εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων τα μεν της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παραδεξάμεθα άπερ αμφότερα ην αυτήν ισχύν έχει προς ευσεβέιαν». Τέλος ο Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει: «ο γάρ της Θεοσεβείας τρόπος εκ τούτων συνάστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών» (1).

2. Ο Βιβλικός και παραδοσιακός χαρακτήρ του δόγματος
Το δόγμα, διεκδηκούν την δι’ αυτού γνώσιν του θεού, είναι αναγκαίον να βασίζεται εις την παράδοσιν, την από Θεού παραδοθείσαν Αποκάλυψιν. Και όχι μόνον να βασανίζηται, αλλά εξ αυτής μόνον ν’ αντλή το περιεχόμενον αυτού, αφού μόνον εν αυτή δυνάμεθα να ευρωμεν την εν Χριστώ Ιησού αποκάλυψιν του Υιού Αυτού (του Θεού). Φυσικά, η Αγία Γραφή υπερέχει της ιεράς παράδοσεως, ως έχουσα σταθερόν και αμετάβλητον χαρακτήρα. Η Ιερά Παραδοσις διατελεί εν διαρκεί αναφορά προς την Αγία Γραφήν, δεν συμβαίνει όμως το αντίθετον.
Το δόγμα είναι ακριβώς ό, τι και η Αγία Γραφή, ήτοι έκφρασις της ομολογίας εις τον Ιησού Χριστόν. Τούτο, καθίσταται υποκείμενικόν βίωμα τότε μόνον, όταν στηρίζεται επί της Αγίας Γραφής.
Το δόγμα στηρίζεται εις την πρώτην όψιν της Παράδόσεως, την Αγίαν Γραφήν και είναι κατ’ ουσίαν «ερμηνεία» του περιεχομένου αυτής. Ως η Αγία Γραφή είναι η έκφρασις της ορθής πίστεως και ομολογίας των Αποστόλων εις το γεγονός της Αποκάλυψεως, ούτω το δόγμα είναι επιτυχής έκφρασις της ορθής πίστεως της εκκλησίας εις τον Κύριο Ημών Ιησούν Χριστόν.
Η Ιερά Παράδοσις, ούσα η ετέρα όψις της «παραδόσεως» της εν Χριστώ Αποκαλύεως, κυοφορείται εις όλας τας μορφάς της ζωής της εκκλησίας. Η λειτουργική ζωή, οι ύμνοι και άλλα όμοια φέρουν εμφανή τα ίχνη της πρωτοχριστιανικής ζωής των Αποστόλων. Εν τη Παλαιά Διαθήκη η εν Χριστώ αλήθεια εκφράζεται υπό ποικιλίαν μορφών εν τη ζωή της εκκλησίας, ήτοι ως λατρεία, ως διηνεκής δοξολογία, κ.λ.π.
Η Ιερά Παράδοσις είναι διαρκώς να μεταγγίζει τη μίαν εν Χριστώ αληθείαν εις τον διαφόρον τρόπον ζωής του σκέπτεσθαι εκάστου λαού και εκάστης φυλής εις την εκάστην εποχήν. Βεβαίως η Αγία Γραφή, επειδή είναι «κλειστόν» και άρα σταθερόν μέγεθος πλεονεκτεί της Ιεράς Παραδόσεως η οποία έχει «περιβάλλον» λίαν ευρύ και διαρκώς εναλλασσόμενον. Το δόγμα λοιπόν, δια να μαρτυρή περί της Αποκαλύψεως, δέον να ερείδεται πρωτίστως επί της Αγίας Γραφής, διότι άνευ αυτής δεν νοείται δόγμα. Ο Μ. SHAMUS δε θεωρεί ότι δόγμα δέον να στηρίζεται (1) «εις μίαν εκ των δύο πηγών της Αποκαλύψεως, την Α. Γ. ή την Ι. Παράδοσιν» (Γ).

3. Χαρακτηριστικά του δόγματος και αυθεντία αυτού. Ο προσωπικός χαρακτήρ του δόγματος.
Το κύριον χαρακτηριστικόν του δόγματος είναι ότι ουδέν χωρίον βιβλικόν απομονώνει εκ της οργανικής αυτού σχέσεως και ουδέν απολυτοποιεί. Οι αιρετικοί επί των χωρίων της Αγίας Γραφής στηριζόμενοι και απομονούντες ταύτα εκ της οργανικής συνάφειας των, καταστρέφουν το νόημα αυτών. Ούτω νομίζουν ότι στηρίζονται επί της Αγίας Γραφής.
Το δόγμα αντιθέτως κατανοεί και ερμηνεύει τα γραφικά χωρία εν σχέσει πάντοτε προς την Αποκάλυψιν. Το δόγμα σχετίζεται προς απάσιας τας έκφρασεις της εν Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ Αποκαλύψεις εις την ζωήν της εκκλησίας. Είναι έκφρασις της εις Χριστόν ομολογίας της εκκλησίας εις δεδομένην τίνα στιγμήν (Δ).
Αι δογματικαί δε αλήθειαι στηριζονται επί της θέιας αυθεντίας, οικοιούμεναι δια της πίστεως και αντιλαμβάνεται αυτά κατά τας πολυμερείς των όψεις, αλλά η βάσις δια τα δόγματα παραμένει πάντοτε η αυθεντία του Θεού. Η Θεολογική έρευνα δεν μεταβάλλει την πίστην εις γνώσιν, διότι τότε αίρεται ο χαρακτήρ της πίστεως, μεταποιούμενης αυτής εις μονομερούς βαθμίδος της Χριστιανικής γνώσεως, τα δόγματα τα κατανοεί τις, ουχί στηριζόμενος επί της πίστεως, αλλά μόνον δια της πίστεως, επί του θείου κύρους ερειδομένης (Ε). Το δόγμα, ως αναφάρομεν, είναι έκφρασις της ομολογίας εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, γεννωμένη εκ της αμέσου προς Αυτόν συναντήσεως, ως εκ τούτου δε έχει προσωπικόν χαρακτήρα. Το δόγμα είναι η εκδήλωσις της εις Χριστόν πίστεως της Εκκλησίας εκ της συναντήσεως μετ’ Αυτού. Είναι έμμεσος ομολογία της πίστεως. Διότι είναι μεν έκφρασης της εις Χριστόν πίστεως, γεννώμενον εκ της αμέσου προς αυτόν σχέσεως, αλλά ποιος, πως και τι είναι ο Χριστός μαρτυρείται ημίν μόνον υπό των αυτόπτων μαρτύρων της πίστεως, ήτοι υπό της Αγίας Γραφής. Το δόγμα λοιπόν στηρίζεται επί αντικειμενικών γεγονότων της ζωής του Ιησού, μαρτυρούμενων υπό της Αγίας Γραφής. Είναι η «πιστή αντιγραφή» του περιεχομένου της Αγίας Γραφής, αλλ’ ουχί τυφλή! Διότι αναφέρεται ουχί εις το γράμμα αλλά εις το «πνεύμα» της Γραφής. Το δόγμα δεν καταργεί το «γράμμα» αλλ’ απλώς μόνον προϋποθέτει αυτό. Το δόγμα, επειδή πηγάζει εκ της ομολογίας εις σύνολον του γεγονότος της Αποκαλύψεως, είναι απόρροια της πίστεως (Στ).

4. Το δόγμα είναι αλήθεια της πίστεως και ουχί φιλοσοφική τοιαύτη.
Το Τριαδικόν και Χριστολογικόν δόγμα, ως και τα άλλα δόγματα δι’ ημας τους Ορθοδόξους, δεν είναι φιλοσοφικαί καταηγορίαι η αρχαί, η ιδέαι ενός μεγαλεπιβόλου συστήματος φιλοσοφίας, όπως ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τα δόγματα ο SOLOVJEY ή ο BERDJAJEV, αλλά πρόκειται πεί ομολογίας της «άπαξ παραδοθέισης τοις Αγίοις πίστεως» (1) κατά τον Απόστολον. Πρόκειται δια την «μωρίαν» (2) του θεού η οποία ηχρείωσε την σοφίαν των σοφών του κόσμου τούτου δια να σώσει τον άνθρωπόν πρόκειται δια «το κήρυγμα των Αποστόλων και τα δόγματα των Πατέρων» (3) δηλ. δια την μίαν και μοναδικήν πίστιν της εκκλησίας δια της οποίας ζώμεν, σωζόμεθα και θειούμεθα. Αυτά τα δόγματα αγιάζουν την ψυχήν του ανθρώπου. Ο Ευαγγελις της λέγει: «Πάτερ…αγίασον αυτούς εν τη αλήθεια σου, ο λόγος όσος αλήθεια έστι» (4). Προσφυέστατα δε ο Ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Αγίους ποίησαν δια της του πνεύματος δόσεως και των ορθών δογμάτων…τα γαρ ορθά δόγματα περί Θεού λεγόμενα, αγιάζει την ψυχήν» ([5], Ζ).
Τα δόγματα περιλαμβάνονται και εις την Χριστιανικήν αγάπην. Διότι «η ειλικρινής Χριστιανική αγάπη περιλαμβάνει και την αγάπην προς την αλήθειαν του Χριστιανισμού, αλλά και την αγάπην πάντων των δογμάτων αυτού» ([6]). Ο ευσεβής βίος, εκάστου των μελών της εκκλησίας, πάντοτε συνυπάρχει και μάλιστα προυπόθέτει την ύπαρξιν ακράδάντου πίστεως εις τα ορθά δόγματα αυτής. Και οι Πατέρες της εκκλησίας λέγουν: «Προσήκει γαρ, ει βουλοίμεθα και γεένης ελευθερωθήναι και βασιλείας επιτυχείν, αμφοτέρων κοσμείσθαι και δογμάτων ορθότητι και βίου επιμέλεια…ούτε γαρ, εάν έχωμεν δόγματα μεν ορθά, βίου δε αμελώμεν, όφελος ημίν έσται τι, ούτε, εάν βίον έχοντες, των ορθών δογμάτων αμελώμεν, κερδάναι τι χρήσιμον και προς σωτηρίαν ημετέραν δυνησόμεθα» (1). Ο δε Κύριλλος Ιεροσολύμων χαρακτηριστικώς αναφέρει (2): «ο της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών» (Η).

5. Δόγμα και εκκλησία
Η δογματική ανάπτυξις δεν παρουσιάσθη εις την αρχαίαν εκκλησίαν ως επιστημονικόν θεολογικόν έργον, του σημερινού επιστημονικού θεολογικού τύπου. Αυτή υπήρξε μάλλον η φυσική και αναγκαία έκφρασις βαθύτατων θρησκευτικών πεποιθήσεων, αι οποίαι, ορθώς πάλιν διατυπούμεναι, δυεισδύουν εις τα βαθύτατα της καρδίας των πιστών, καθιστάμεναι ούτως η πνευματική αυτών περιουσία και δημιουργούσαι την καλούμενην Χριστιανικήν η εκκλησιαστικήν συνείδησιν (Θ). Η Ελληνική Ορθόδοξος εκκλησία αποφεύγει δογματικόυς ορισμούς. Δια τούτο πολλά σημεαί της δογματικής διδασκαλίας ου μόνον δεν ωρισθήσαν, αλλ’ ουδέ καν αναπτύχθησαν υπό των προς τούτο μόνον αρμοδίων Οικουμενικών Συνόδων (Ι). Αι θρησκευτικαί αλήθειαι δεν είναι και δεν δύνανται να είναι αντικείμενα μεταβολών και η ανάπτυξίς των φυσικά είναι λίαν περιορισμένη. Η εκκλησία δε δεν είναι θεόπνευστος, αλλά μόνον αλάθητος, ήτοι προφυλλάσσεται από της πλάνης και παρερμηνείας της πίστεως. Ούτω τα δόγματα οριζόμενα υπό της εκκλησίας είναι αλάνθαστα. Η Θεολογική επιστήμη συμβάλλει εις τον σαφέστερον ορισμόν των δογμάτων (ΙΒ). Το Χριστολογικόν δόγμα, το οποίον περιλαμβάνει εν εαυτώ και την Τριαδολογίαν και την Σωτηριολογίαν και την εκκλησιολογίαν και τα λοιπά δόγματα, είναι δια την Ορθοδοξίαν «Θεού σοφία και δύναμις» εις σωτηρίαν και θέωσιν ημών των ανθρώπων (ΙΓ).
Η ερμηνευτική επιστήμη δεν είναι αναγκαία προϋπόθεσις του δόγματος. Το δόγμα έχει χαρακτήρα, ως προαναφέραμε ακατάλυτον, διότι είναι αλήθεια, εκφραζομένη ορθώς δια της εκκλησίας. Υπάρχουν όμως και τα Θεολογούμενα δόγματα, τα οποία έχουν ατομικόν κύρος, υπέρκεινται όμως της Θεολογικής γνώμης, όντα γνώμαι πιστών κατεχόντων εν τη εκκλησία επίσημον αξίωμα και άρα εκπροσωπούντων επισημότερον την εκκλησία (ΙΔ).
Το δόγμα επιδρά επί πασών των μορφών της ζωής εν τη εκκλησία. Λαμβάνει το είναι του εκ της ζωής της εκκλησίας, εις ην ή εν Χριστώ αποκάλυψις φέρεται ως Ιερά Παράδοσις και εκφράζεται ως ζωή εν τη εκκλησία. Ο Σ. Λώλης ανεπιτυχώς έγραψεν ότι το δόγμα είναι αφηρημέναι προτάσεις, εξαναγκάζουσαι εις τυφλήν υποταγήν και συμπεριφοράν, αλλά πραγματοποιείται βιούμενον. Ο άνευ ιδιαιτέρας μορφώσεως ευσεβής Χριστιανός ήτις ίσταται προ της εικόνος του Χριστού, ουδεμιάν γνώσιν περί δογμάτων έχει αλλά «συνομιλεί» η ορθότερον συζή μετ’ αυτού, ως προς ζώσαν πραγματικότητα και συγκεκριμμένον πρόσωπον (ΙΕ).
Η Εκκλησία δεν «εκδίδει» δόγματα, αλλά είναι η ίδια δόγμα. Εν τη εκκλησία δε το δόγμα προσλαμβάνει τριπλούν χαρακτήρα:
1. Αντικειμενικόν: Το Άγιον Πνεύμα ομολογεί δι’ ημών και μεθ’ ημών και ανθ’ ημών την πίστιν ημών αδυνατούντων αφ’ εαυτών ως αμαρτωλών όντων και εν τη έννοια ταύτη η ομολογία είναι αλάθητος (1).
2. Υποκειμενικόν: Ως ομολογία ουχί ενός ατόμου, αλλά «πληρώματος» της εκκλησίας, ως «σώματος» του Χριστού. Εν τη έννοια ταύτη το δόγμα είανι ομολογία ουχί ατομική, αλλά κοινή, είναι ευθύνη και κοινόν δικαίωμα, διότι ουδέν επί μέρους άτομον έχει εξουσίαν επ’ αυτού.
3. Προσωπικόν: Το δόγμα είναι και προσωπική ομολογία εκάστου μέλους της εκκλησίας εις τον Χριστόν, διατελούντος μετ’ αυτού εις άμεσον εν τη προσευχή θέσει. Το δόγμα είναι εν διότι όμως έχει πλείονας όψεις, πλείονας επί μέρους αληθείας, ας η εκκλησία εν τη ζωή της οικειοποιούμενη ομολογεί και κηρύσσει, γίνεται λόγος περί πλειόνων δογμάτων. «Τα δόγματα είναι πολλά και ποικίλα» (2) λέγει ο Γεν. Σχολάριος στηριζόμενος εις τ’ ανωτέρω. Το δόγμα, εν καθ’ αυτή έννοια φέρει το γνώρισμα του εφ’ άπαξ. Εκφράζει το μαρτύριον συνόλου εκκλησίας περί των θ. αλαθειών. Ως θεία αλήθεια το δόγμα έχει ακατάλυτον και διαρκή χαρακτήρα και οικοιποιείται εκάστοτε υπό των μελών της εκκλησίας. Τα δόγματα εν τη εκκλησία είναι περιορισμένα τον αριθμόν. Έχουν δε μοναδικήν αξία. Το δόγμα είναι συγκεκριμένη έκφρασις της αλήθειας, ως εκ τούτου είναι αναλλοίωτον και αμετάβλητον και εις την έκφρασιν αυτού, ήτοι γλωσσικώς. Και κατά τούτο διαφέρει της κοινής εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Πάσαι αι Ορθόδοξοι διδασκαλίαι είναι δόγματα, καίτοι ουχί κατά την μορφήν, αλλά κατά το περιεχόμενον (ΙΣτ).
Η αίρεσις πολλάκις παρέχει την ευκαιρείαν εις την εκκλησίαν να εμβαθύνη περισσότερον εις τας αληθείας της πίστεως και να εκφέρει αυτάς εις πλέον ακριβείς προσδιορισμούς, κατά τρόπον μη επιτρέποντα αμφιβολίας ή παρεξηγήσεις (ΙΖ). Ο κίνδυνος δε της παραθεωρήσεως της σηνασίας της ακριβέιας των δογμάτων της πίστεως είναι διττός: το μεν ατομικώς, δια την υποκειμενικήν προοικείωσιν υφ’ εκάστου πιστού της εν Χριστώ σωτηρίας, το δε συλλογικός, δια την καθόλου Ορθοδοξίαν, εφ’ όσον το σύνολον των πιστών, το πλήρωμα της εκκλησίας είναι ο φύλαξ της Ορθοδόξου πίστεως (ΙΗ).
Οι Πατέρες της εκκλησίας προσεπάθησαν πάντοτε δια των έργων να προφυλάτουν το πλήρωμα της εκκλησίας εκ του κινδύνου. Ούτως ο Ευσέβείας Παμφύλλου λέγει: «όπερ οι σοφώτατοι των Πατέρων, εν τοις οικείοις συντάγμασιν απεφήναντο, φυλαξάμενοι των αιρετικών την ασέβειαν, οι σωματικήν τινά και παθητικήν κατεψεύσαντο του Θεού την τεκνογονίαν τας προσβολάς δογματίζοντες» (1). Ο δε Γρηγόριος ο Νύσσης προσφυώς αναφέρει: «της μεγάλης και πρώτης αλπίδος εν τη περί το δόγμα πλάνη τοις απατηθείσι με συμπαρούσης» (2). Ομοίως δε «προς τα υψηλά των δογμάτων οι αιρετικοί εθελοκωφούσι» (3). Η Ορθοδόξος εκκλησία ευρίσκεται μεταξύ Διαμαρτυρομένων και Ρωμαιοκαθολικών αφ’ ενός και Ορθολογιστών αφ’ ετέρου, όσον αφορά τα δόγματα. Οι Διαμαρτυρόμενοι δέχονται (από του IS’ αιώνος) ως ανύπαρκτον την Ιεράν Παράδοσιν και ορισμένα δόγματα. Οι Ρωμαιοκαθολικοί διδάσκουν ότι η εκκλησία διακαιούται να ορίζη νέα δόγματα αυθαιρέτως (ΙΘ). Οι δε Ορθολογισταί δέχονται τα δόγματα της πίστεως ως τύπους της εκάστοτε πνευματικής γνώσεως. Οι Προτεστάνται υποστηρίζουν τον ανθρώπινον χαρακτήρα του δόγματος, άρα εν αυτοίς υπάρχει χαλαρά αντίληψις προς των δογμάτων. Οι Ορθόδοξοι αναγνωρίζουν: 1) Μόνον εν Οικουμενικάς Συνόδοις τον επίσημον των δογμάτων καθορισμόν. 2) Ότι τα δόγματα πρέπει να στηρίζονται επί της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως και 3) Ότι πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν αι γνώμαι των Πατέρων της εκκλησίας (Κ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

1. Γενικώς περί Ορθού Λόγου
Ο Θεός είναι ο δημιουργός του Ορθού Λόγου. Επομένως, ως παρατηρεί ο OWEN (1) το υπό του Θεού αποκαλυπτόμενον δεν αχρηστεύει τας λογικάς ημών ιδιότητας, ούτε ότι το δογματικώς αληθές δύναται να είναι ανθρωπίνος ψευδές. Φυσικά ο Ορθός Λόγος δεν είναι η αιτίας της πίστεως. Δύναται όμως να χρησιμεύσει ως ειδολογικόν όργανον προς διατύπωσν έτι δε εν βαθμώ τινι και προς διακίωσιν των δια της πίστεως προσληφθείσων αληθειών (ΚΑ). Η Αγία Γραφή δίδει μεγίστην αξίαν εις τον Ορθόν λόγον, ως οργάνου οικειώσεως και εμβαθύνσεως εις τας Χριστιανικάς αληθείας, δίδουσα αξίαν εις το «γινώσκειν» (2) και συνδέον αυτό με το «πιστεύειν» (3). Ο ανθρώπινος νους είναι η κορυφή του υψηλότερου δημιουργήματος και κατά συνέπειαν, δύναται να εκληφθεί ως το σημείον επαφής, το όργανον σχέσεως και ειδολογικώς ταυτοσήμον μετά του Δημιουργού Του. Επί της προϋποθέσεως ταύτης εβασίσθη η θεμελίωσις αφ’ ενός μεν της αξίας του ανθρώπου, αφ’ ετέρου δε της πεποιθήσεως επί την ικανότητα ερεύνης, μελέτης και προσδιορισμού της πρώτης αρχής του Παντός ως της κατ’ εξοχήν απολύτου πνευματικής και λογικής ουσίας, προς το απόλυτον, ως το όργανον προς το τέλος, η ανθρώπινη διάνοια (ΚΒ).
Όμως ο Θεός είναι αιτίος της τε Θείας Αποκαλύψεως και του ορθού λόγου. Τα δόγματα είναι προσιτά δια της πίστεως μόνον. Αντιτίθενται όμως εις τας δια της λογικής ποριζομένας αληθείας. Αί Χριστιανικαί αλήθειαι βασίζονται μεν επί της Θ. αυθεντίας, ως προς την μορφήν δε προσιοριονται από την ανθρωπίνην νόησιν, η οποία αποτελεί το όργανον, δι’ ου τα δόγματα διατυπούντα, οικειούνται και δικαιούνται (ΚΓ).

2. Ορθός Λόγος και Ορθολογισμός
Ο Ορθός λόγος δεν δύναται να υψωθή οίκοθεν εις τας δογματικάς αληθέιας πριν αποκαλυφθώσιν, αλλά μόνον δια της πίστεως δύναται να συλλάβη ταύτας. Η ανθρώπινη γνώσις στηρίζεται επί της εμπειρίας και ουδεμίαν γνώσιν δύναται να γνωρίση ο άνθρωπος ως ιδίαν, εάν δεν στηρίζεται επί της ανθρώπινση νοήσεως και προκειμένου περί Χριστιανικών αληθειών, επί της νοήσεως και της πίστεως (ΚΔ) κυρίως. Ο Μ. Βασίλειος λέγει «Ει το κοινόν της ουσίας λαμβάνοιτο, δεχόμεθα και ημέτερον είανι το δόγμα φήσομεν» (4). Έτερος δε μέγας πατήρ της εκκλησίας αναφέρει σχετικώς με τον ορθόν λόγον και τα δόγματα: «Προς τον Θεό ημίν ο λόγος εστί και υπέρ των ευθυνών των εκεί άπαντα πράττομεν, και ουκ αν εις τοσούτον έλθομεν αθλιότητος, ως μέλλοντες απολογέισθαι τω πάντων Δεσπότην υπέρ ων κηρύττομεν, διαφθείρειν τα δόγματα» (5). Το δόγμα δυνάμεθα να το κατανοήσωμεν, τότε μόνον, όταν γνωρίζωμεν την «ενδοχώρα» αυτού, ήτοι το περιβάλλον εντός του οποίου ανεπτύχθη και διατυπώθη και τα πρωτοστατήσαντα πρόσωπα εν σχέσει προς αυτό (ΚΕ). Ο ορθός λόγος είναι ειδολογικόν όργανον προς διατύπωσιν και δικαίωσιν των δογμάτων. Όταν ο ορθός λόγος δεν έχει ως πρώτην αφετηρίαν και έσχατον λόγον την πίστιν, επί της οποίας να στηριχθή και η οποία να εκθρέψη αυτόν και να κατευθύνη αυτόν, μιαν πίστιν βεβαίως πλήρην πνεύματος, ως είναι η Χριστιανική, τότε ο λόγος οικοδομεί επί της άμμου. Ο ορθός λόγος και η πίστις δεν είανι ασυμβίβαστα δια τον Χρισταινικόν, αλλ’ υπάρχη μεταξύ των καθαρός δεσμός ο οποίος επιτρέπει την μετάβασιν από το ένα εις το άλλο. Ο Ελληνικός λόγος εδικαίωσε την πίστιν, διότι είχεν τα όπλα δια να προβάλη με τρόπον κατανοητόν την νέαν σκοπιάν, την νέαν ουσίαν που εισεκόμισε ο Χριστιανισμός, να οργανώση δηλ. και να συστηματοποιήση το δόγμα (ΚΣτ).
Η φιλοσοφία είναι θεραπαινίς της Θεολογίας, διότι η πίστις είναι «υπερ λόγον» και αυτή πρέπει να είναι εις την υπηρεσίαν της. Ο Χριστιανισμός έρχεται και ζητεί από τον Έλληνα να παραιτηθή απ΄οτον ορθόν λόγον όπως τον έβλεπε έως τότε, και να δεχθή την Θ. αλήθειαν την εξ αποκαλύψεως διθείσαν, η οποία υπερβαίνει τιν ανθρώπινον λόγον. Διότι η φιλοσοφία είναι μεν λογικόν οικοδόμημα, η πίστις όμως είναι ιστορία βιουμένη (ΚΖ).
Ο Ορθολογισμός είναι δόγμα αποκρούον την εξ αποκαλύψεως αλήθειαν και αξιούν να ερμηνεύση τα πάντα δια του ορθού λόγου. Είναι επίσης δόγμα καθ’ ο αι ιδέαι απορρέουσι εκ της απολύτου λογικής και ουχί εκ της πείρας (ΚΗ)
Εν τη Φιλοσοφία Ορθολογισμός (RATIONALISMUS) νοείται η γνώμη ότι αρχή της γνώσεως καθόλου η κατά το κυριώτατον μέρος αυτής έγκειται εν τη νοήσει, εν τω λόγω. Ουτώς ο Ορθολογισμός τείνει να παραγάγη την όλης ανθρωπίνην γνωσιν εξ ανωτάτων λογικών αρχών. Ο Ορθολογισμός ως κύριος αντίπαλος της Χριστιανικής θρησκείας, κατέφυγεν εις την αυθεντίαν εξ ου και η πρωταρχική μέριμνα του θρησκευτικού ορθολογισμού ήτο να θέση υπό κρίσιν τους ισχυρισμούς της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως.
Το δόγμα όμως αντλεί το περιεχόμενον του εκ της Θ. Αποκαλύψεως και μόνον εξ αυτής. Δια του Ορθού λόγου τα δόγματα, διατυπούνται οικειούνται και δικαιούνται (ΚΘ).

3. Δόγμα και ορθός λόγος (σχέσεις αυτών)
Το δόγμα δεν εμπίπτει εις το πεδίον το προσιτόν εις την δια των σωματικών αισθήσεων άμεσον αντίληψιν ημών. Αι δογματικάι αλήθειαι υπέρκεινται εν πολλοίς της ανθρωπίνης κατανοήσεως, αφ’ ενός μεν λόγω της πεπερασμένης ημών διάνοιας αδυνατούσης να συλλάβη τον άπειρον Θεόν. Ως λέγει δε και ο Μ. Βασίλειος «ο το οικείον νουν μέτρον των όντων ποιούμενος» ου λογίζεται «ότι ράον έστι κοτύλη μικρά την πα΄σαν θάλασσαν εκμοτρήσαι ή τω ανθρωπίνω νώ της αφάτου μεγαλεότητος του Θεου περιδράξασθαι» (1). Αφ’ ετέρου δε διότι προς παράστασιν των εν αοράτω και υπερφυσικώ κόσμω πραγματικοτήτων δεν έχομεν παρά μόνον αναλογίας δημιουργουμένας εκ του αισθητού κόσμου, εις τον οποίον εν αμυδρώ τινι κατόπτρω ανακυκλώνται αι πραγματκότητες του υπερ αισθήσιν κόσμου (Λ). το λογικόν προπαρασκευάζει εις την πίστιν ορμώμενον εκ της εμφυούς θείας φοράς, εμβαθύνον εις τας σχετικώς προσιτάς της Θείας Αποκαλύψεως. Ο Κλήμης δε ο Αλέξανδρευς επιβεβαιοι λέγων «ούτε η γνώσις άνευ πίστεως δυνατή έστι ούτε η πίστις άνευ γνώσεως» (2). Ομοίως δε αναφέρει «εκών παραλείπω των φιλοσόφων δόγματα» (3). Το λογικόν λοιπόν καταυγάζεται βαθμηδόν δια των ακτίνων της υπερφυούς αληθείας οδηγούμενον από γνώσεως εις γνώσιν. Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει: «Εάν δεν εννοήσας, πιστεύσον, διότι η γνώσις είναι αμοιβή της πίστεως. Μη ζητής λοιπόν να εννοήσης, ίνα πιστεύσης, αλλά πιστεύσον ίνα εννοήσης» (4). Το δόγμα επίσης καθίστανται κτήμα του ανθρώπινου λογικού, το οποίον εμβαθύνον εις αυτό οικειούται την θείαν αλήθειαν, απόσαφεί αυτήν κατά το ενόν και καθίσταται όργανον ακριβούς διατυπώσεως και συστηματικής εκθέσεως και διαπραγματεύσεως ταύτης, «Έδει γαρ και πιστεύει και νοείν. Και ουκ επείπερ έστι πίστει παραδεκτά τα θειότερα, δια τούτο χρή πάντως της επ’ αυτοίς ερέυνης ολοκλήρως αποφοιτάν, πειρασθαι δε μάλλον και γουν εις μετρίαν αναβαίνει γνώσιν, την ως εν εσόπτρω και αινίγματι» (4).
Τα δόγματα, ως προανεφέρομεν, προέρχονται εκ της Θ. Αποκάλύψεως. Βεβαίως και ο Ορθός λόγος, ο νους είναι δωρεά του Θεού. Ο νους δεν συλλαμβάνει την ουσίαν των δογμάτων, διότι το δόγμα ως προς την ουσίαν του παραμένει απρόσιτον και απροσπέλαστον εις τον άνθρωπον. Ο ορθός λόγος συλλαμβάνει το εξωτερικόν περίβλημα του δόγματος και προσδιορίζει αυτό δια να κατανοήση ο ανθρώπινος νους. Το δόγμα δεν αποδεικνύεται λογικώς. Απλώς δικαιούται κατά των ενστάσεων της απιστίας. Όσον περισσότερον δε προάγεται η θεολογική έρευνα τόσον σαφέστερον έχομεν εκφοράν του περιεχόμενου της πίστεως. Τα δόγματα ως προς το περιεχόμενον των ερείδονται επί της Θ. Αποκαλύψεως, ως προς την μορφήν δε προσδιορίζονται από την ανθρωπίνην νόησιν. Πολλοί των Απολογητών, προσεπάθησαν ν’ απαντήσουν εις τα δογματικά θέματα με λογικάς κατηγορίας, ίδιως δε οι της Αλεξανδρινής Σχολής, Κλήμης, ο Ωριγένης, ο Πάνταινος κ.α. (ΛΑ).
Ο ορθός λόγος είναι όργανον της αρνητικής δικαιώσεως των δογμάτων. Διότι όλαι αι απόπειραι των θεολόγων προς υπερπήδησιν εις την χώραν του αγνώστου είναι ματαία. Ο ορθός λόγος δεν δύναται να παραγάγη Χριστιανικάς αληθέιας, αίρων την πίστιν εις γνώσιν και καταναγκάζων τον απίστον εις παραδοχήν αλλ’ αναιρέι τας αναστάσεις των απίστων, απορουμένας διά φιλοσοφικής ή φυσιογνωστικής οδού. Τα περισσότερα δόγματα καθίστανται προσιτά διά διαφόρνω επιχειρημάτων λογικών αρμοζόντων εις τας ημετέρας ανάγκας. Ούτω οι αρχαίοι απολογηταί, ως προείπομεν, δεν διακρίνουν σαφώς μεαταξύ του ορθού λόγου, ως πηγής της Θεογνωσίας, και ως μεθόδου εις την κατοχύρωσιν της Αποκαλύψεως. Δύναται τις λοιπόν να διατηρήση την Χριστιανικήν πίστιν και ν’ αναγνωρίση συγχρόνως τους νόμους της νοήσεως και τας γνώσεις αι οποίαι στηρίζονται επί του ορθού λόγου. Διότι εις τα δόγματα του Χριστιανισμού ουδεμία υποχώρησις ή συμβιβασμός δι’ αμοιβαίων παραχωρήσεων επιτρέπεται (ΛΒ).
Εν κατακλείδι, ο ορθός λόγος όργανον της αρνητικής δικαιώσεως των δογμάτων διότι ακριβώς δύναται ν’ αναιρή τας κατ’ αυτών αντιρρήσεις και ενστάσεις της απιστίας να καταδεικνύη ότι αι αλήθειαι της πίστεως δεν αντιφάσκουν εις την ανθρώπινην λογικήν. Ως αναφέρει δε και ο Μ. Βασίλειος «η της διαλεκτικής δύναμις τείχος έστι τοις δόγμασιν ουκ εώσα αυτά αυδιάρπαστα είναι και ευάλωτα τοις βουλομένοις» (1). Ο πιστός ποιούμενος χρήσιν του ορθού λόγου προς οικείωσιν, προς διατύπωσιν και εμβάθυνσιν των δογμάτων ως και προς αποσάφησιν των μαρτυριών εκ της Αγίας Γραφής και της Ιεράς παραδόσεως και προς αρνητικήν δικαίωσιν αυτών, είναι εις θέσιν ν’ αποδείξη πάσαν πλάνην. Πάντοτε όμως εις μυστηριώδης πέπλος θα επικάθηται επί των δογμάτων εξ ίσου πυκνός και δια τον τυχόντα θεολογικής σπουδής και δια τον απλούστερον Χριστιανόν (ΛΓ).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
P. G. (368)
α. π. Αθανασίου Γιεβτιτς: «Δόγμα και ήθος εις την Ορθόδοξον παράδοσιν» Θεολογία 1967.
PATROLOGIAE CURSUS COMPLETUS SERIES GRECA (MIGNE): Τόμοι: 30 (368), 46 (1068) Β), 61 (646), 76 (348). 6 (444), 25 (420), 20 (73 Α), 33 (456), 33 (620 – 521), 29 (556), 32 (189), 24 (756), 62 (340), 82 (524 Β), 27 (66), 53 (110), 83 (816), 73 90 (165), 46 (24), 32 (188 Α).
PATROLOGIAE CURSUS COMPLETUS SERIES LATINA (MIGNE): Τόμοι: 3 (30), 6 (444).
ΛΖ’ Αποστολικός κανών.
Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, έκδοσις Αποστολικής Διακονίας. Τόμοι: 4 (285), 13 (1).
Οι Έλληνες Χριστιανοί συγγραφείς των τριών πρώτων αιώνων, εκδ. Βερολίνου. Τόμοι: Ι (131), ΙΙ (285).
Δογματική Χ. Ανδρούτσου.
Δογματική Π. Ν. Τρεμπέλα.
Μ. Φαράντου: «Θεολογικαί όψεις του δόγματος» Θεολογία 1969.
Σ. Λώλη: «Δογματικαί μελέται» Ιωάννινα 1967.
Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκη. Τόμοι: Δ και Ο.
Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία: Τόμοι: 8 (201), 17 (585 – 586).
Α. Θεοδώρου: «Σημασιολογία του δόγματος εν τη αρχαία Χριστιανική και εξωχριστιανική γραμματεία» Θεολογία 1960.
Ν. Μητσοπούλου: «Η παραθεώρησις της Σωτηριολογικής σημασίας της ακριβείας του Δογματος υπό του πληρώματος της εκκλησίας» Εκκλησία 1967.
Π. Μπρατσιώτου: «Η έννοια του δόγματος εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία»Θεολογία 1957.
Ν. Νησιάτη: «Προλεγόμενα εις την Θεολογικήν γνωσολογίαν» Αθήναι 1965.
Β. Τατάκη: «Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας» Αθήναι 1952 εκδ. Αποστολικής Διακονίας.
Θεολογική επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών: Τόμος Θ’, 1953 – 1954.



ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

ΒΙΟΣ: Πιθανόν ο Άγιος Νείλος υπήρξεν ηγούμενος μονής εις την Άγκυραν. Απέθανεν περί το 530. ήτο θαυμαστής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ον καλέι «παντός του κόσμου φωστήρα». Είναι παρά πολύ πιθανή η πληροφορία κάποιου Γεωργίου μοναχού του Θ’ αιώνος ότι ήτο μαθητής του Χρυσοστόμου. Ο Νείλος κατήγετο εκ Κωνστ/λεως, της οποίας και έγινε έπαρχος επί ήτο έγγαμος και έιχε δύο τέκνα επεθύμησεν τον ασκητικόν βίον και η μεν σύζυγος του με την θυγατέρα του ανεχώρησαν δι’ άσκησιν εις την Αίγυπτον, ο ίδιος δε μαζύ με τον υιόν του Θεόδουλον μετέβησαν εις το όρος Σινά. Τα πε΄ρι της ζωής του Πατρός έχομεν από εν σύγγραμμα που φέρει τον τίτλον: «Διηγήματα εις την αναίρεσιν των εν τω όρει Σινά και Ραϊθου μοναχών Αγίων Πατέρων και εις την αιχμαλωσίαν Θεοδούλου του υιού αυτού (του Νείλου)» (M. P. G. 589 – 693).
Ο Νείλος θεωρείται εις εκ των προδρόμων του ησυχασμού (ΙΔ’ αιν.) και εις εκ των πλέον διαπρεπών ασκητικών Πατέρων, δια των οποίων εξεφράσθη και διετυπώθη η μυστική Θεολογία της καθολικής Ορθοδόξου εκκλησίας.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ: Ο Νείλος έγραψε πολλά συγγράμματα, τα οποία έχουν ασκητικόν, ηθικόν και πνευματικόν περιεχόμενον. Ελλείπει όμως σήμερον κριτική έκδοσις και πλείστα έργα αποδιδόμενα εις τον Νείλον ανήκουν εις ετέροσυ συγγραφείς. Πρώτος ο ALLATIUS έκαμε συλλογήν των έργων του Νείλου ην εξέδωσε ο MIGNE P. G. 79. Ο αριθμός των επιστολών αι οποίαι αποδίδονται εις αυτόν ανέρχονται εις 1061. Ο χαρακτήρ των επιστολών του Πατρός, είναι πρακτικός, ερμηνευτικός και παραμυθιτικός. Εκ των πραγματιών έχουν ενδιαφέρον «λόγος ασκητικός», «περί ακτηδρών», «περί των οκτώ πνευμάτων της πονηρίας» κ.α.
Απωλέσθη η ερμηνεία που έκανε ο πατήρ εις το Αίσμα των Αισμάτων. )Ως αναφέρει ο Προσκόπιος Γαζής).
Ο παρών δε λόγος «περί προσευχής» ανήκει εις την ουσίαν εις τον Ευάγριον τον Ποντικό, ως και ο «λόγος προς Ευλόγιον μοναχόν».
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Η διδασκαλία του στηρίζηται επί της λεγομένης «πνευματικής σοφίας» η «φιλοσοφίας πνευματικής». Η πνευματική αυτή φιλοσοφία, κατά τον Νείλον «έστι ηθών κατόρθωσις μετά δόξης της πεί του όντος γνώσεως αληθούς». Το φιλοσοφείν κατά Χριστόν, διδάσκει ο Πατήρ προϋποθέτει συνεχή αγώνα κατά του σατανά. Άρα η ζωή είναι εις αγών διαρκής κατά των «πολεμίων δαιμόνων», προσπάθεια προς εκρίζωσισν των παθών, απόκτησις τέλος της εν Χριστώ απαθέιας. Βεβαίως η μακαριοτάτη αυτή απάθεια αποκτάται δια της θείας βοηθείας. Εις περίπτωσιν δε που θα απολεσθή η θεία αυτή απάθεια, απαιττέιται μετάνοια προς επαναπόκτησιν αυτής. Όταν ζώμεν εις την απάθειαν αυτήν λαμβάνομεν την έλλαμψιν του φωτός του Χριστού και συμμετέχομεν «της του Θεού Θεωρίας» (επ. 3, 33). Η μνήμη του Αγίου Νείλου εορτάζεται την 21ην Νοεμβρίου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

Ο Πατήρ απευθυνόμενος προς τινά αποστολέα ο οποίος προφανώς του είχε ζητήσει να τον πληροφορήση περί προσευχής, γράφει ότι χαίρεται δια την αλληλογραφίαν που έχουν μαζύ διότι αι επιστολαί του τον γεμίζουν παρηγορίαν. Πλέκει δε ο Πατήρ το εγκώμιον του Αποστολέως και γράφει προς αυτόν ότι έχει λάβει την λείαν, συμβολικώς την πνευματικήν χαράν και ότι ζητεί τώρα και την Ραχήλ. Αναφέρει επίσης ο Πατήρ απευθυνόμενος προς αυτόν ότι δεν είναι ικανός αλιεύς πνευματικών θησαυρών ως εκείνος αλλά κατώρθωσε να γράψη το παρόντα λόγον εξ εκατόν πεντήκοντα τριών ιχθύων που ηλίευσανοι μαθηταί του Ιησού κατά το Θαύμα της Τιβεριάδος. Γραφεί επίσης ότι θαυμάζει αυτόν δια την άριστην επιθυμίαν που έχει να γνωρίση τα περί προσευχής. Διότι ως γράφει προς αυτόν «ου τούτων εράς των υπό χειρών και εν χάρτη δια μέλανος το είναι εχόντων, αλλά να δεχθή την παρούσαν επιστολήν με εμπιστοσύνην και περισσοτέραν προσοχήν εις το πνευματικόν νόημα αυτής. Προεισαγωγικώς δε λέγει εις αυτόν ότι ο τρόπος της προσευχής είναι διπλός: κάποιος πρακτικός και θεωρητικός. Αναπτύσσει κατόπιν εις αυτόν την Θεολογίαν των αριθμών.
Ο Πατήρ αρέσκεται εις διαφόρους συμβολισμούς των αριθμών π.χ. λέγει ότι ο αριθμός 3 συμβολίζει αφ’ ενός μεν την Αγίαν Τριάδα αφ’ ετέρου το σχήμα του τριγώνου. Το 153 ότι συμβολίζει τους 153 ιχθύς που ηλίευσαν οι μαθηταί εις την Τιβεριάδα. Τέλος τον προτρέπει να μην παραθεωρήση τον λόγον περί προσευχής αλλά να τον διαδόση και εις τους λοιπούς Χριστιανούς αδελφούς διότι είναι καρπός αγάπης, τον παρακαλεί τέλος να προσευχηθεί υπέρ της ψυχικής υγείας του ίδιου.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Τι είναι προσεύχη
α) «Η προσευχή, ομιλία εστί νου προς Θεόν» και ερωτά ο πατήρ εις ποίαν κατάστασιν πρέπει να ευρίσκεται ο νους δια να εκταθή μέχρι του οικείου δεσπότου και να συνομιλεί με αυτόν δίχως την μεσιτείαν ετέρου προσώπου. Δια τούτο παν νόημα εμπαθές κατά την προσευχήν πρέπει να έχη λυθεί.
β) «Προσευχή εστί πραότητος και αογησίας βλάστημα».
γ) «Προσευχή εστί χαράς και υεχαριστίας πρόβλημα, λύπης και αθυμίας αλέξημα και απόθεσις νοημάτων».
δ) Απερισπαστος προσευχή εστίν άκρα νόησις νοός, ανάβσις νου προς Θεόν, πρέπουσα ενέργεια και αξία του νου ήτοι κρείττων και ειλικρίνής χ΄ρησις αυτού, προοίμιον της αυλου κασι ποικίλλης γνώσεως, πνευματική του νου τροφή, προσευχή εστί πασών αρετών θειοτέρα.
ε) Ει Θεολόγος προσευξη αληθώς, και ει αληθώς προσευχή, Θεολόγος ει.

Τρόπος προσευχής
α) Να χρησιμοποιώμεν τα δάκρυα προ παντός αιτήματος διότι χαίρει ο Κύριος όταν προσευχώμεθα εν δακρύοις. Δεν πρέπει να υπερηφανευώμεθα ότι είμεθα υπεράνω πάντων των άλλων όταν δακρύωμεν εν τη προσευχή, διότι παροργίζομεν τον Κύριον, που δίδει αυτήν την χάριν.
β) Πρέπει να έχωμεν απαλλαγεί από τας φροντίδας και τους διαλογισμούς, ο νους να είανι κωφός και άλαλος, να αρνούμεθα τον ευατόν μας «καθ’ ωραν», να μη λυπώμεν την ψυχήν, να μη έχωμεν μνησικακίαν – διότι αντλούμεν εις πιθόν τετρυμένον, να έχωμεν υπομονήν, να είμεθα άνευ θυμού, να μη επιστάμεθα «άθρόως» εις αυτήν.
γ) Να ζητώμεν το θέλημα του Θεού δι’ ημας κατά την προσευχήν, να παριστάμεθα αληθώς τω Θεώ, αν προσευχώμεθα «ουκ έθει αλλ’ αισθήσει», να φυλάττωμεν την μνήμη μας δυνάμει, να αρχωμεν του θυμού, της υπερηφάνειας και της επιθυμίας. Δεν προσεύχεται αληθώς εκείνος μόνον που έτυχε απαθείας αλλά και ο προσευχόμενος ταπεινώς και λιτά. Ο όντως προσευχόμενος ανυμνεί τον Θεόν ε του εαυτού του και όχι εκ των κτισμάτων του. Η προσευχή πρέπει να περιβάλλεται με αιδω και ταπεινοφροσύνη.
δ) Όταν τις προσευσεται αληθώς «επιβαίνει» αυτώ το Άγιον Πνεύμα και προτρέπει αυτόν «εις έρωτα πνευματικής προσευχής». Ο επιθυμών να προσευχηθή ουδέν εναντίον της προσευχής πράττει. Κατά την προσευχήν δεν πρέπει να συλλάβης τον Θεόν εικονικώς εις τον νουν σου, λέγει ό πατήρ δια να προσευχηθή τις χρειάζεται «οικεία ηρεμία». Πρέπει να εχη απαλλάγή από υλικά πράγματα. Ο νους δια να προσευχηθή πρέπει να είναι καθαρός και απαθής. Πρέπει να είναι «παντός κλώνου εκτός, ακησίας τε και ολιγωρίας». Η προσευχή πρέπει να γίνεται με ταπεινωσιν και συναισθησιν της αμαρτολότητας μας, αταραχως και επιεικώς.
Ε) Πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν ότι κατά την προσευχήν θα πειρασθωμεν υπό του δαίμονος. Κατά την ώραν των πριασμών η προσευχή πρέπει να είναι «βραχεία και επιτεταμένη». Δεν πρέπει να καταρρώμεθα ή να προσευχώμεθα εναντίον τινός ως ο δούλος εις την παραβολήν του ταλάντου έπραξε διότι δεν θα συγχωρήση ημας ο Θεός. Ο μοναχός δια της προσευχής γίνεται ισάγγελος. Να μη επιθμώμεν κατά την προσευχήν να ιδωμεν αγγέλους ή τον Χρσιστόν, διότι υπάρχει κίνδυνος να μας πλανήση ο Σατανάς. Ο νους κατά την προσευχήν πρέρει να έχη «τελείαν αμορία», να είναι απερίσπαστος, να γίνεται αυλός και ακτήμων, τελείως αναίσθητος. Παν ψεύδος και πάντα όρκον πρέπει να απαρνηθή ο προσευχόμενος ιδία ο μοναχός. Εάν επιθυμής να προσευχηθής δια κάποιο πάθος σου, οπλίσου με ταμπεινοφροσύνην. Η προσευχή πρέπει να γίνεται μετά μέγιστη προσοχής. Διότι η πεοσευχή είναι « πασών αρετών θειοτέρα». Δεν πρέπει να βαττολογωμεν εν τη προσευχή και δια να επιτυχωμεν αυτήν ας εφαρμοσωμεν τούτο το λόγιον του Πατρός «προσεύξασθαι ποθείς; Μεταστάς των ενθενδε, το πολίτευμα εν ουρανοις έχε διαπαντός ου λόγω απλώς φιλώ, αλλά πράξει αγγελική και γνώσει θειοτέρα».

Αιτήματα προσευχής
Το θέλημα του Θεού.
«Περί λήψεως δακρύων προσεύχου».
«Υπέρ της ψυχικής σου υγείας προσεύχου»
Μην βιάζεσαι να λάβης το αίτημα σου. Διότι θέλει να σε ευεργετήση περισσότερον ο Θεός δια της υπομονής σου.
«Προσεύχου πρότερον περί του καθαρθήναι των παθών δεύτερον περί τυ ρυθσήναι της αγνοίας και της λήθης και τρίτον από παντός πειρασμού και εγκαταλείψεως».
Ζητεί την βασιλείαν του Θεού.
«Παραπέμπου τας ανάγκας του σώματος, εν τη παραστάσει της προσευχής».
Κίνδυνοι κατά την προσευχήν
Πάθη και αδυναμίαι.
Οι δαίμονες δια των σκέψεων επουσιωδών παργμάτων. Ούτοι επιφέρουν θυμόν κατά την προσευχήν, ανυπομονησίαν, ακηδίαν. Δι’ αυτόν «ο νους πικτεύει και ου συγχωρείται ανανεύσαι». Ο δαίμων βασκάνει τον προσευχόμενον και « πάση μηχανή χράται λυμήνασθαι τον τούτου σκοπόν». Θέτει πειρασμούς ηδονών, εκβθάζει την κράσιν του σώματος, σχηματίζουν φανταστικάς εικόνας του θειου δια να μας εξαπατήσουν. Φέρει δε ο πατήρ παραδείγματα Αγίων ους προσεπάθει να δελεάση ο Σατανάς. Ημείς όμως δεν πρέπει να κλονιζόμεθα διότι έχομεν τον Θεόν και τους Αγγέλους που «συμπαρίστανται ημιν και προτρέπονται ημας εις προσευχήν»

Τι καλείται κατάστασις
«Κατάστασις εστί προσευχής, εξις απαθής, ερώτι ακροτάτω εις ύψος νοητόν αρπάζουσα τον φιλόσοφον νουν».

Τι καλείται αίσθησις
«Αισθήσις έστι προσευχής σύννοια μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και οδύνης ψυχής εν εξαγορεύσει πταισμάτων, μετά στεναγμών αφανών». Και κλείει τον λόγον του ο Πατήρ ως έξής: « Όταν παριστάμενος εις προσευχήν, υπέρ πάσαν άλλην χαράν γεννήση, τότε εύρηκας αληθώς προσευχήν».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Φιλοκαλία των Ι. Νηπτικών, Τόμος, Α΄, «Άστήρ» 1957. σελ. 176.
Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 9ος, σελίς 334.










Η ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ

Οσιολογιώτατε Αρχιμανδρίτα κύριε Δανιήλ Σάπικα, τέκνον εν Κυρίω αγαπητόν της ημών Μετριότητος, χάρις ειη τη υμετέρα Οσιολογιότητι και ειρήνη παρά Θεού.
Μετά πολλής χαράς ελάβομεν το δια του από της λα Ιανουαρίου ε.ε. γράμματος αποσταλέν υπό τον τίτλον « Η περί μετανοίας διδασκαλία τυ Οριγένους» ωραίον σύγγραμμα της υμετέρας αγαπητής ημιν Οσιολογιότητος, όπερ και μετά της δέουσης προσοχής διεξήλθομεν.
Άσμένως λαβόντες γνώσιν της εκδόσεως της αξιολόγου ταύτης μελέτης της υμετέρας Οσιολογιότητος εκφράζομεν αυτή τας θερμάς πατρικάς ημών ευχαιστιάς επί τη αποστολή και εύχομεθα αυτή τα κράτιστα παρά θεου, ου η χάρις και το άπειρον έλεος, συν τη παρ’ ημών Πατριαρχική ευλογία και ευχή, είη μετά της υμετέρας προσφιλούς Οσιολογιώτητος.


















Τω Οσιολογιωτάτω Αρχιμανδρίτη Δανιήλ Σάπικα, Ιεροκήρυκι Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, υίω εν Χριστώ αγαπητώ της Ημών Μετριότητος, χάριν και ειρήνην από θεού Πατρός.

Αγάπη πατρική ελάβομεν το περοφρόωνς και τιμής ένεκεν αποσταλέν. Ημίν έργον της υμετέρας Οσιολογιότητος « Η περί μετανοίας Διδασκαλία του Ωριγένους», όπερ αυτή συνέθετο.
Πατρικώς, ουν, συγχαίροντος αυτή ολοθύμους εκφάζομεν ευχαριστίας επι τη άνω αποστολή, ευχόμενοι επιδαθήναι και εις ετέρα συγγράμματα πορς οικοδομήν των πιστών.
Επικαλούμενοι δ’ έπ αυτήν πλούσιαν την χάριν του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου, Πατρικαίς ευχαίς και Πατριαρχικαίς ευλογίαις καταστέφομεν αυτήν και διατελούμεν.
Εν τη Αγία Πόλει Ίερουσαλήμ απς Φεβρουαρίου α.




















ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΔΑΝΙΗΛ ΣΑΠΙΚΑ






Η ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ
(εν τοις έργοις αυτού: Κατά Κέλσου Α-Η,
Εις μαρτύριον προτρεπτικός, Περί ευχής)















ΑΘΗΝΑ 1989







Η ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είναι αναγκαίον να συμειωθή ότι, εκτός της ολοεν αυξανόμενης βιβλίογραφίας, διάφορα ξένα Πατρολογικά Ινστιτούτα ασχολούνται με την θεολογίαν, θρησκευτικήν φιλοσοφίαν και την εν γένει προβληματικήν Ωριγενούς.
Η υφή δε του υπό ερευναν θέματος, ήτοι της μετανοίας, παραμένει πάντοτε εις το παροσκήνιον της επικαιρότητος και του ενδιαφέροντος.
Ενταύθα, βάσει των υπαρχόντων χωρίων εν τοις έργοις του Ωριγένους, θ’ αναφερθώμνεν εν πρώτοις εις την έννοιαν του όρου μετάνοια, κατά τον Ωριγένη, αφού πρότερον ίδωμεν κατά ποιόν τρόπον εξετάζει ο εκκλλησιαστικός συγγραφεύς την από του Θεου απομάκρυνσιν του ανθρώπου, τριτον ποια είναι τα στάδια της μετανοίας, τέταστον ποιαν σημασίαν έχουν τα υπό ευρευναν χωρία εξ επόψεως Κανονικού Διακαίου, πέμπτον ποια η επίδρασις της μετάνοιας εις τα κανονικά αδικήματα και εκτόν ποια τα αποτελέσματα της μετανοίας.
Θερμώς ευχαριστώ τόσον τον αναθέσαντα την εργασιάν ταύτην Καθηγητήν κ. Κ. Μουταρίδην, όσον και τους οπωσδήποτε συντελέσαντας δια την αρτιωτέραν εμφάνισιν της παρούσης.















1. Η ΕΚ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
(ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΩΡΙΓΕΝΗ)
ΤΡΟΠΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον « κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσην» (1). Το « κατ’ εικόνα» συνίσταται εκ της αθανάτου ψυχής του ανθρώπου. Σημαίνει ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη ως προσωπικότης . Επομένως πρέπει να συνειδητοποιήση ότι εδημιουργήθη υπό του Θεού, ότι δηλ. είναι αυθεντικός εις τας σχέσεις του προς τον Θεόν.
Το «κατ’ εικόνα»όμως ηχρειώθη. Δια της μαρτίας η μακαριότης τυ ανθρώπου απωλέσθη, διετηρήθησαν όμως εντός αυτου δυνάμεις, αι οποιαι, δια καταλλήλου χρήσεως υπ’ αυτου, δύνανται να κατστήσουν τον ανθρώπον ικανόν, όπως νακτήση αυτήν και επιτύχη ούτω την σωτηρίαν του.
Ο Ωριγένης, εις τα υπο εξετασίν χωρία, θεωρεί τον αμαρτωλόν μεταπτωτικόν άνθρωπον ως «ανότηον, απειθή, πλανώμενον, δουλεύοντα επιθυμίας και ηδοναις ποικίλαις, διάγοντα εν κακία και φθόνω, στυγηρόν και μισούντα ετέρους ανθρώπους» (2).
Ούτως ο Ωριγένης τονίζει ότι η σωτηρία ήλθε μόνον δια του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άνευ του οποίου είναι αδύνατος η απαλλαγή του ανθρώπου εκ της αμαρτίας και του πνευματικού θανάτου.
Η σάρκωσις του Λόγου εγένετο υπερφυσικώ τω τρόπω, δια του Αγίου Πνεύματος, άμα τη συλλήψει τελειοποιγθεισα. Η εν Χριστώ απολύτρωσις, ουσιαστικως είναι η « μεταβιβάσις εκ του θανάτου εις την ζωήν». Εξ υποκειμένου, είναι η εφαρμογή και προσοικείωσις υφ’ εκάστου ανθρώπου της δια του Χριστού σωτηρίας. Προς τούτο απαρίατητος είναι η ελευθέρα βούλησις και η συνεργασια του ανθρώπου, επειδή αυτή κλίνει προς την αμαρτίαν (CONCUPISCENTIA)3.
Ο άνθρωπος, κατά τον εκκλησιαστικόν συγγραφέα, δια να εισέλθη εις την Εκκλησίαν, το σώμα του Χριστού, επιβάλλεται να μετανοήση και εν συνεχεια να δεχθή το βάπτισμα.
Τούτο ονομάζεί «λουτρόν παλιγγενεσιας και ανακαινώσεως του Αγίου Πνεύματος, ου εξέχεν εφ’ ημάς πλουσίως»4. Η «ανακαίνισις» του Βαπτίσματος δεν είναι τι το αόριστον και άδηλον, αλλά «γνωρίζεται» δια της «των τρόπων εναλλαγής» και «της επί το κρειττόν μετακοσμήσεως». Ο πιστός ούτω αποκαθίσταται «εις την πρώτην κτίσιν», εισερχεται «εντός του θείου χορού», γίνεται μέλος της Εκκλησίας, ενούμενος μετά του Χριστού, «της κεφαλής της Εκκλησίας».
Κατά τον Ωριγενή, λοιπόν, ο άνθρωπος ο μεταπτωτικός, σώζεται δια της εν Χριστώ απολυτρώσεως, βαπτιζόμενος εις το όνομα Αυτού και καθιστάμενος ούτω ζών μέλος της Εκκλησίας.

2. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΩΡΙΓΕΝΗ

Ο Ωριγενής, ως σαφώς εξάγεται εκ των ερευνωμένων χωρίων, αντιλαμβαάνεται ότι η αναγέννησις διά της μετάνοιας δεν προσφέρεται εις τον άνθρωπον μαγικώ τω τρόπω, αλλ’ είναι απόρροια της μυστικής και αρρήτου σχέσεως της χαριτος προς την «ημετέραν ελευθερίαν». Ο πεπτωκός άνθρωπος, ο εκουσίως στερηθείς της ακεραιότητός του πρέπει να επιτελέση δρόμον αντίστροφον, να παλινδρομήση ελευθέρως προς ανάκτησιν της κοινωνίας της Θείας Χάριτος, διότι ο ΘΕός «τους κακώς βεβιωκότας καλέι μετάνοιαν και διορθώσιν της ψυχής αυτών» (5), «ίνα αυτών καταδήση τα τρα’ύματα τω λόγω και επιχέη τη φλεγμαινσούση εν κακοίς ψυχή τα από του λόγου φάρμακα» (6). Η ελευθέρα αναχωρήσις του εκ του «καλού και αι έξ αυτής συνέπεια δεν καταργούνται αορίστως και αυτομάτως, προυποτίθεται η άμεσος του ανθρώπου πρωτοβουλία, η ελευθέρα αλλοτρίωσις του κακού και η «αλλοίωσις» της ανυπάρχουν ζωής της φθοράς εις ουσίαν. Ο Χριστός «επέμφθη ιατρός τοις αμαρτωλοίς…διδάσκαλος θείων μυστηρίων τοις ήδη καθαροίς» (7).
Η μετάνοια, κατά τον Ωριγενή, δηλοι την συναισθησιν του ανθρώπου δια την επικρατούσαν εν αυτώ αμαρτωλής κατάστασιν, η οποία δέον όπως καταλήξη εις έμπρακτον απόδειξιν αυτής, χαρακτηριζομένη ως επιστροφή του μετανοήσαντος εις τον Θεόν και ομολογίαν δια της μετανοίας.

3. ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΩΡΙΓΕΝΗ
α. Συναίσθησις αμαρτωλότητος (απαρχαί).
Η προσφερόμενη σωτηρία δεν είναι δυνατόν να δημιουργήση σωτηριολογικήν κατάσταση εν τω ανθρώπω, εάν προηγουμένως δεν αξιοποιηθώσιν αι εν αυτώ υπάρχουσαι πνευματικαί δυνάμεις. Η κατ’ εξοχήν εκφρασις αυτών, κατά τον εκκλησιαστικόν συγγραφέα, φανερούται δια της μετανοίας (8).
Η επιστροφή αυτή αποτελεί ανθρωπολογικήν προσπάθειαν διά την χορήγησιν υπό του Θεού εις τον ανθρωπον, όστις είχεν απομακρυνθή από τον Θεόν και μετανοέι δι’ αυτό της αφέσεως των αμαρτιών υφίσταται ως πραγματικόν γεγονός βιούμενον, η επιστροφή αποτελεί κατάστασιν.
Β. Έμπρακτος εκδήλωσις της μετανοίας και επιστροφή εις τον Θεόν, κατά τον Ωριγένη.
Ο εκκλησιαστικός συγγραφεύς υποδεικνύει εις τον μετανοούντα την οδόν της εμπράκτου εκδηλώσεωσν της μετανοίας αυτού.
Ο Ωριγένης συνιστά την εκζήτησιν εν πίστει και μετανοία της Θείας Ενέργειας και Χάριτος. Ο μετανοών μεταμορφούται και ενσωματούται εις το μυστικόν σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν. Ηαβασική, κατ’ Ωριγενή, προυπόθεσις της μετάνοιας είανι η σωτηριολογική γνώσις του Θεού, ήτις όμως είανι γνώσις αποδοχής, πίστεως και υποταγής εις Αυτόν.
Η επιστροφή εις τον Θεόν λαμβάνει χώραν δια της συντριβής, εκδηλουμένης εν τη εξομολογήσει κατ’ ιδίαν. «Των δε εξομολογήσεων παράδειγμα από πασών των ανομιών μου ρύσαι με» (9). Ο έχων το δικαίωμα αφέσεως των αμαρτιών, τόσον του εκτός της Εκκλησίας ευρισκόμένου και προσερχόμένου εν Αυτή, όσονκαι του πιστού όστις ημάρτησεν είανι ο ιερεύς.
Ούτος έλαβεν αξουσίαν προς τούτο (10). Κατά τον Ωριγενή η μετάνοια και η εξομολόγησις συνδέονται με το βάπρισμα, διαφοροποιείται δε αυτή, λόγω ετέρων ψυχικών συναισθημάτων, εν τω μη Χριστιανώ και τω πταίσαντι πιστώ. Ο πιστός θλίβεται έτι μετανοών, διότι έχει συναίσθημα συθύνης της εν Χριστώ απολυτρώσεως (11).
Ο ειλικρινώς και ενσυνειδήτως μετανοών λαμβάνει άφεσιν των αμαρτιών του, ως ο εκκλησιαστικός συγγραφεύς διδάσκε, δι’ επτά τρόπων: α) του βαπτίσματος, β)του μαρτυρικού θανάτου, γ) της ελεημοσύνης, δ) της συγγνώμης προς ετέρους, ε) της προσελκύσεως και ετέρων ανθρώπων εις τον Θεόν, στ) της αγάπης και ζ) της μετάνοιας.
Ο έβδομος τρόπος χαρακτηρίζεται ως άφεσις «σκληρά και δυσχερής» (DUTA) (12). Ο Χριστός σώζει τον άνθρωπον, διότι «είναι ιλασμός πε΄ρι των αμαρτιών όλου του κόσμου», βρώσις εις ζωήν αιώνιον», εν τη επιδημία Αυτού επανορθοί τω κατά Χρισατιανισμόν λο΄γω ουχί τους μη βουλομένους, αλλά τους τον κρείττονα βίον και αρέσκοντα τω Θεώ ελόμένους».

4. ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΕΞ ΕΠΟΨΕΩΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟ
Τα ως άνω χωρία έχουν μεγίστην σημασίας, διότι άπτονται ενός των αντικειμένων της επιστήμης του Κανονικού Δικαίου, ήτοι της μετανοίας. Ο Ωριγένης προβληματίζει δι’ αυτών τον επιστήμονα, ώστε να διεξαγάγη σχετική έρευνα προς ανεύρεσιν της έννοιας και αληθείας αυτών εν τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

5. ΠΟΙΑ Η ΕΠΙΔΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Αυτή, όταν είανι ειλικρινής και ορθή, σώζει εκ των κανονικών αδικημάτων τον πιστόν και τηρεί αυτόν εν τη Εκκλησία σώον και αβλαβή. Εννοείται αυτώ ότι η επίδρασις της μετανοίας είαν σωτηριώδης και ευεργετικωτάτη εν τοις κανονικοίς αδικήμασι.

6. ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
O Ωριγένης γράφει, ότι «ο Θεός ουδένα ήδη αγαθόν απορρίπτει, αλλά ουδένα οικτιζόμενον κουφίζει η ελλεί…προσίεται μετανοίας χάριν ο Θεός τους εκ μεταβολής «κακίστου βίου» (13).
Ουτώ «πλείονας έχομεν παραστήσαι τους ουκ από χαλεπού πάνυ βίου, ηπέρ τους από εξωλεστάτων αμαρτημάτων επιστρέψαντας» (14). Αι επιπτώσεις λοιπόν της μετανοίας είανι μόνον οφέλη πνευματικά. Ο άνθρωπος επιτυγχάνει διά της μετανοίας την μετά του Θεού μεταλλαγήν και μακαριότητα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Ωριγενής, του οποίου την περί μετανοίας διδασκαλίαν και τοποθέτησιν εξητάσαμεν, υπήρξε μία των μεγαλυτέρων μορφών της Χριστιανικής Εκκλησίας. Εάν παρεξέκλινεν της ορθής διδασκαλίας, δεν έπραξε τούτο εκ κακής προθέσεως.
Η μετάνοια λυτρώνει τον άνθρωπον, όστις εκ της διαπραχθείσης αμαρτίας ασφυκτιών, ερευνά αγωνιωδώς τον τρόπον της πνευματική του αναστάσεως, που κατά τον εκκλησιαστικόν συγγραφέα δεν είναι έτερος, ε μη η μετάνοια δια της εξομολογήσεως.




























ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ – ΙΑΤΡΩΝ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

















ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑ
ΓΕΝ. ΙΑΤΡΟΥ – ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ







ΑΘΗΝΑ 1990
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ – ΙΑΤΡΩΝ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ*

Είναι γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι που δεν σεβάστηκαν το σώμα τους, σαν έμψυχο ναό του θεού, είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Η υγεία συμβαδίζει συνήθως με την αγνότητα.
Έτσι η Πρόνοια του Θεού «έδωκεν ιατρούς» κατά το ιερό κείμενο της Σοφίας Σειράχ, για την θεραπεία των ψυχών και των σωμάτων, των ασθενών.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο ΠΡΩΤΟΣ ΙΑΤΡΟΣ.
Οι ιατροί ερευνούν και προσπαθούν να κατανοήσουν τις πτυχές και μυστικές άγνωστες λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Η πνευματική μας μητέρα, η Εκκλησία, εύχεται για την υγεία όλων των πνευματικών της παιδιών.
Το ανθρώπινο σώμα πρόκειται να αφθαρτοποιηθεί στην αιωνιότητα.
Η υγεία του ασθενούς σώματος είναι αποκατάσταση της εικόνας του Θεού.
Γι’ αυτό το λειτούργημα του ιατρού απαιτεί ταπείνωση και φωτισμό Θεού στον ιατρό.
Μέσα στο απέραντο λειμωνάρι της Ορθοδόξου πίστεως, στην Ουράνια στρατιά των Αγίων και των Μαρτύρων της Ορθοδοξίας, υπήρξαν Άγιοι, που στην ζωή τους επάνω στην γη, ασχολήθηκαν με ιατρικές σπουδές, μέσα στις δυνατότητες της εποχής τους και μπόρεσαν να εξασκήσουν την επιστήμη τους, με τρόπο απόλυτα αλτρουιστικό και χριστιανικό, αισθανόμενοι εσωτερική ικανοποίηση και το τι έλεγε η συνείδησή τους.
Οι περισσότεροι εξασκούσαν την Ιατρική, χωρίς καμιά χρηματική αμοιβή. Ήταν ανάργυροι, ενεργούσαν αφιλοκερδώς.
Αν και οι πηγές αναφέρουν ότι ο πρώτος κληρικός – ιατρός ήταν ο Άγιος Λουκάς, ο Ευαγγελιστής, προφορική παράδοση τον φέρει να κατάγεται από Έλληνες προγόνους, από κάποια περιοχή της Πελοποννήσου. Ο Άγιος έζησε το 42 μ.Χ., πολύ προ του Βυζαντίου, αλλά αναφερόμεθα σ’ αυτόν, δια την πιο πάνω πληροφορία της Ι. Παραδόσεως (Γερ. Θεοφυλάκτου (Πάγκαλου) του 19ου αιώνα).
Στους πρώτους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κληρικό – ιατρό έχουμε τον Μέγα Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καππαδοκίας.
Σπούδασε Φιλοσοφία και Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την άσκηση της Ιατρικής. Παρά το βραχύβιο της ζωής του, έκτισε την γνωστή «Βασιλειάδα», που περιποιείτο τους λεπρούς μόνος του (368 μ.Χ.).
Κυρίως όταν, όπως και σήμερα, πολλοί χριστιανοί ρωτούσαν, εάν έπρεπε να μεταχειρίζονται την Ιατρική, τους εξηγεί στην «Εξαήμερο» του (ερωτ. 55), ότι η Ιατρική Επιστήμη είναι από τον Θεό και συναυτίζεται απόλυτα με το λειτούργημα του κληρικού.
Ο Μ. Βασίλειος επέμενε ότι πρέπει να υπάρχει διαπροσωπική σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς. Μόνο όταν ο ιατρός πλησιάσει ψυχικά τον ασθενή και τον καταλάβει, τότε σίγουρα μπορεί να τον θεραπεύσει και σωματικά.
Αρκετά νέος, όταν σπούδασε στην Αθήνα, είχε επισκεφθεί πολλά μέρη της Πελοποννήσου και κυρίως την Κόρινθο, που είχε κηρύξει και δράσει ο Απόστολος Παύλος.
Αν και πέθανε μόλις 49 ετών, επιτέλεσε σπουδαίο έργο για τους ασθενείς, δείχνοντας ότι δεν επιτρέπεται να περιφρονείται η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος.
Τον 4ο μ.Χ. αιώνα, λαμπρό παράδειγμα κληρικού – ιατρού αποτελεί και το πρόσωπο του Αγίου Βλάσιου (316 μ.Χ.).
Αρχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οι διωγμοί του αυτοκράτορα Λικίνιου, συνεχίζονται, σ’ ολόκληρο το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος.
Ο Άγιος Βλάσιος, Επίσκοπος Σεβαστείας Μ. Ασίας, συλλαμβάνεται και οδηγείται προς το μαρτύριο, δι’ αποκεφαλισμού.
Άσκησε τη Ιατρική επιστήμη και θεράπευσε πολλούς ασθενείς.
Κατά μια παράδοση, οι γονείς του Αγίου Βλάσιου είχαν την καταγωγή τους, από την περιοχή Ωλένης της Πελοποννήσου.
Έτσι ο Άγιος Βλάσιος απέδειξε ότι η Επιστήμη και η πίστη στον Θεό και την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι απόλυτα συμβιβάσιμες και δεν αποκλίνουν η μία από την άλλη.
Στην μεταγενέστερη Βυζαντινή εποχή ιατρός –κληρικός υπήρξε ο Καισάριος, αδερφός του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Στην Αλεξάνδρεια σπούδασε την Ιατρική επιστήμη και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, με αυτοκράτορα τον γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνσταντίνο τον Β’, που τον εξετίμησε ιδιαίτερα, σαν επιστήμονα – ιατρό.
Δυστυχώς το 361 μ.Χ. ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου ο Διοκλητιανός, ειδωλολάτρης.
Έδωσε εντολή για το χτίσιμο πολλών Αρχιτεκτονικών ειδωλολατρικών ναών, στην Μακεδονία, Ήπειρο και Πελοπόννησο.
Φαίνεται, δυστυχώς ότι το πνεύμα του Ιουλιανού, που παρέδωσε όλη την εκπαίδευση στους εθνικούς και μη χριστιανούς, διέπει και τους περισσότερους επιστήμονες σήμερα, που υποστηρίζουν ότι οι κληρικοί – ιατροί είναι κάτι το ασυμβίβαστο.
Καταδίωξε, λοιπόν, τον Καισάριο, αλλά μετά τον θάνατό του (363 μ.Χ.) ο Άγιος αποκαταστάθηκε από τον νέο Αυτοκράτορα Ιοβιανό και τον διάδοχο του Ουάλη.
Διορίστηκε υπεύθυνος των χρημάτων στην Νίκαια (364 μ.Χ.) και πέθανε από βαρειά ασθένεια το 369 μ.Χ.
Άλλος ιατρός – Άγιος είναι ο Παυσίκακος Επίσκοπος, που έζησε στην εποχή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μαυρίκιου (τέλη 6ου αιώνα).
Οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στην Απαμεία της Βιθυνίας, από την περιοχή της Τριφυλλίας, και ήσαν χριστιανοί.
Ο Άγιος ήταν διαπρεπής ιατρός και λαμπρός χριστιανός.
Θεράπευε ακόμα και παιδιά με ανωμαλίες που είχαν από την γέννηση τους.
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκτιμώντας τις αρετές του, τον κατέστησε Επίσκοπο Συνοδών.
Με τις ιατρικές του γνώσεις θεραπεύει και τον Αυτοκράτορα Μαυρίκιο, από βέβαιο θάνατο.
Ο τελευταίος ιατρός – κληρικός που υπήρξε, πολύ μεταγενέστερα βέβαια, ο Διονύσιος Πύρρος, ο Θετταλό, Αρχιμανδρίτης ιατροφιλόσοφος, που έδρασε στα μέσα του περασμένου αιώνα, στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, ήταν σπουδαίος ιατρός και ανιδιοτελής κληρικός.
Οι Βυζαντινοί Άγιοι κληρικοί – ιατροί υπήρξαν διάσημοι.
Η Πελοπόννησος στους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινούς χρόνους προσέφερε ελάχιστους κληρικούς – ιατρούς.
Όσους και να προσθέσει η αφαιρέσει κανείς, από την παρούσα διαγραμματική εισήγηση, σ’ ένα τόσο σημαντικό Διεθνές Επιστημονικό Βυζαντινό Συνέδριο, δεν θα μπορέσει σε 15 λεπτά να δώσει το τεράστιο και αμέτρητο εύρος των προσωπικοτήτων των κληρικών που ασχολήθηκαν με την ιατρική επιστήμη. Το αναμφισβήτητο συμπέρασμα, που βγαίνει αβίαστα είναι σημαντικό και συγκλονιστικό.
Ποτέ και σε καμία περίπτωση, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και τους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινούς χρόνους και μέχρι σήμερα, δεν κατόρθωσε κανείς ν’ αποδείξει την διάσταση μεταξύ Ιατρικής επιστήμης και Ιεροσύνης.
Αντίθετα υπήρξαν σ’ όλους τους αιώνες πολυάριθμοι επιστήμονες, που ενώ είχαν τρομερή επιστημονική κατάρτιση, πίστευαν ακράδαντα στον Θεό.
Τέτοιοι ήταν ο Νεύτων, ο Λαϊμπνιτς, ο Αμπέρ, ο Παστέρ, ο Πόλλαντ, ο Γρασσέ, ο Ντεσσάουερ, ο Λούντβιχ, ο Σμιθ, ο Τζέντα και σήμερα οι καθηγητές της Ιατρικής Γ. Δαϊκος, Π. Μπάλλας, Β. Κέκης, Κ Δημόπουλος, Ν. Γολλεμάτης, Κ. Κονταξόπουλος, κ.λ.π. σπουδαίοι σ’ύγχρονοι ιατροί.
Τέλος ευχαριστώ τον Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής καθ. κ. Σπύρο Τρωιάνο που μου έκανε την τιμή να με περιλάβει στους σημερινούς ομιλητές του Συνεδρίου, τον εκλεκτό και αγαπητό συνεργάτη μου καθ. Α. Θ. Νεζερίτη, διοργανωτή του Συνεδρίου και όλους εσάς από το πάνελ, που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΘΕΜΑ: «Ο ΜΙΣΤΡΑΣ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΛΑΚΩΝΙΑ»

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 1989:
Υποδοχή συνέδρων εις Αθήνας, αναχώρησης διά Σπάρτην/Μυστράν, άφιξης και εγκατάστασης εις ξενοδοχεία. Κοινόν δείπνο.

Σάββατον 30 Σεπτεμβρίου 1989:
Πνευματική Εστία Σπάρτης.
09.00 Αγιασμός υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασιάς και Σπάρτης
κ.κ. Ευσταθίου. Προσφωνήσεις. Χαιρετισμός του εκδότου του επιστημονικού
περιοδικού «ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ»Καθηγητού κ. Αγγέλου Θ. Νεζερίτη.
09.45 Καθ. Ι. Ιρμσερ:
Ο πύργος του Φάουστ του Γκαίτε.
10.15 Δρ. Κ. Πιστάκση:
Η «στέψη στον Μιστρά του Κωνσταντίνου ΙΒ’ Παλαιολόγου: Σκέψεις πάνω σε ένα ιστορικό παράδοξο.
10.45 Δρ. Ε. Κισλιγκερ:
Αμύκλιον, επισκοπή της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας.
11.45 Διάλειμμα.
11.30 Καθ. Γ. Λαββας:
Βυζαντινή οικιστική και μεταβυζαντινή συνέχεια.
12.00 Πρωτοπρεσβύτερος π. Στ. Σκλήρης:
Προβλήματα φωτισμόυ εις την βυζαντινήν ζωγραφικήν του 14ου αιώνος.
12.30 Καθ. Π. Σράινερ:
Ο Βοκάκκιος, ο Μορέας και το βυζαντινό κράτος.
13.00 Κοινόν γέυμα.

Σάββατοαν 30 Σεπτεμβ΄ριου 1989:
Πνευματική Εστία Σπάρτης.
17.00 Καθ. Σπ. Τρωϊάνος – Δρ. Ελ. Παπαγιάννη: Μια νομική βιβλιοθήκη στη
Μονεμβασιά τον 15ο αιώνα.
17.30 Θ. Κοζύρης, δικηγόρος:
Η μνεία της Μάνης εις τας νεαράς των βυζαντινώ αυτοκρατόρων.
18.00 Διάλειμμα.
18.15 Καθ. Στ. Περεντίδης:
Η λειτουργά της δικαιοσύνης στο Δεσποτάτο και οι καθολικοί κριτάι του Μορέος.
18.45 Αγγ. Γιαννόπουλος, δικηγόρος:
Νομικά ζητήματα στο έργο του Πλήθωνα Γεμιστού.
19.15 Προβολή εγχρωμου Ντοκυμανταίρ Αγγέλου Θ. Νεζερίτη, Βυζαντινά
Αριστουργήματα «ΛΑΚΩΝΙΑ» 16 μιλιμετρ 56 λεπτών (4ον Μέρος)
21.00 Κοινόν δείπνο.

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 1989:
Ξενοδοχέιο «Βυζαντιον»Μιστράς.
10.00 Δρ. Δ. Νστάσε:
Ο Νικόλαος Σπαθάριος Μιλέσκου, Μολδαβολάκων και φορέας αντιοθωμανικής ιδεολογίας.
10.30 Κ. Νικολάου – ειρ. Χρήστου:
Στοιχεία καθημερινού βίου στην ευρύτερη περιοχή Λακωνίκκής (9ος – 12ος αιώνας) από αγιολογικά κείμενα.
11.00 Καθ. Λ. Μακσίμοβιτς:
Μονεμβασιά και η κοινωνικό – οικονομική φυσιογνωμία της βυζαντινής πόλης στην εποχή των Παλαιολόγων.
11.30 Διάλειμμα.
Δεξίωσις υπό του Δημάρχου Σπάρτης εις τους συνέδρους.
11.45 Δρ. Λ. Μαυρομάτης:
Πλήθων, Βησσαρίων: Δύο προσωπικότητες αμφιλεγόμενες.
12.15 Αντ. Μάρκου:
Η εν Μιστρά Λακωνίας βυζαντινή Μονή Παντανάσσης κατά την περίοδον 1815 εως σήμερον.
12.30 – 12.40 Αρχιμανδριτου Δανιήλ Σάπικα,
Καθηγητού – Ιατρού:
Βιογραφικόν Ανθολόγιον Κληρικών Ιατρών των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων, εκ περιοχών Πελοποννήσου.
12.40 Γ. Ράπτης, Γ. Ρουσσόπουλος:
Φιλανθρωπική δραστηριότης οπαδών του Αρειανισμού: Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος.
12.45 Γ. Ρουσόπουλος – Γ. Ράπτης:
Ιατρική βιβλιογραφία του Μιχαήλ Ψελλού.
12.50 Πορίσματα – Συμπεράσματα.
13.30 Κοινόν γεύμα.
17.00 Αναχώρησις δια Αθήνας.













ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ




ΤΟΜΟΣ Α’










ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Θ. ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΙ
Η Ιατρική Επιστήμη κατά την αρχαιότητα και τους μεταβυζαντινούς χρόνους

Υπό Αρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑ
Καθηγητού –Θεολόγου – Ιεροκήρυκος – Γεν. Ιατρού
Πτυχ. Εθνικού Ωδείου Αθηνών – Μέλους Πανελ. Ιατρικής Εταιρείας κατά των πυρηνικών και βιοχημικών όπλων – Εφόρου του Πανελ. Συνδέσμου Βυζαντινής Μουσικής «Ιωάννης ο Σακελλαρίδης»

Πρόλογος
Οι γιατροί, κατά την αρχαιότητα, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν σοβαρότατα προβλήματα για την περίθαλψη των ασθενών και των διαφόρων περιστατικών.
Έτσι, όπως φαίνεται και μέσα από τα διάφορα κείμενα της εποχής, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που καθιστούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την διερεύνηση της αιτιοπαθογένειας, της έννοιας και της κλινικής σημειολογίας, που οι αρχαίοι γιατροί απέδιδαν στις διάφορες παθήσεις, αλλά και στα μέσα που χρησιμοποιούσαν για την, κατά το δυνατόν, πιο επιτυχημένη θεραπεία.

1. Αρχαία εποχή
Ο Όμηρος, στην Ιλιάδα δίνει πολύτιμες πληροφορίες για το πώς γινόταν η περιποίηση των τραυμάτων, των πολεμιστών του Τρωικού Πολέμου1.
Το κρασί δεν αναφέρεται σαν μέσο καθαρισμού για τα τραύματα. Αργότερα ο Ιπποκράτης κάνει λόγο γι’ αυτό.
Ο συγγραφέας τονίζει ότι εκείνοι που είχαν αναλάβει την φροντίδα και την περίθαλψη των τραυματιών και στο πεδίο της μάχης και στις σκηνές, φρόντιζαν να καθαρίζουν τα τραύματα με μπόλικο χλιαρό νερό, να σταματούν την αιμορραγία, να βγάζουν το αίμα από την πληγή και μετά την χρησιμοποίησης κατάλληλων φαρμάκων να δένουν τα τραύματα.
Σαν φάρμακα στις πληγές, είχαν την σκόνη από διάφορες ρίζες και φυτά (πικρά και παυσίπονα), με την οποία σκέπαζαν το τραύμα, για να πάψει η αιμορραγία.
Αυτά τα βότανα, με την στυπτική και απολυμαντική τους ικανότητα, ξέραιναν το τραύμα2.
Κατά την εποχή, λοιπόν, του Τρωικού πολέμου, εφευρέθηκε και ένας πρώτος τύπος επιδέσμου με αρκετό μάκρος (σφενδόνη) που την κατασκεύαζαν από πολύ λεπτό μαλλί προβάτου3.
Στο κάτοπτρο των Ετούσκων που σώθηκε μέχρι την εποχή μας, φαίνεται η τεχνική των γιατρών του Τρωικού πολέμου και πόσο πρωτοποριακή ήταν, για την εποχή της, στην περιποίηση του τραύματος.
Στο κάτοπτρο παριστάνεται γιατρός του Τρωικού πολέμου (πιστεύεται ότι ήταν γιός Ασκληπιού) να δένει τον Φιλοκτήτη. Δίπλα του, πάνω σ’ ένα τραπέζι, υπάρχουν δύο δοχεία με υγρά φάρμακα της εποχής4.
Αργότερα, ο πατέρας της Ιατρικής Επιστήμης, ο Έλληνας γιατρός Ιπποκράτης, τελειοποίησε και βελτίωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την απολύμανση και την αντισηψία, σε μια εποχή που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξη μικροβίων.
Χρησιμοποιούσε σαν μέσο καθαριότητας το βρόχινο νερό (Aqua Destillata) , αφού το έβραζε πρώτα.
Όλη αυτή η τεχνική έχει περιγραφεί με λεπτομέρειες, από τον ίδιο τον Ιπποκράτη: «Αυτά λοιπόν τα νερά, κατά την συνήθεια που υπάρχει, πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για να πετυχαίνουμε την αντισηψία»5.
Και σ’ άλλο έργο του γράφει: «Δεν πρέπει, λοιπόν, να τοποθετείς τα φάρμακα, πριν να αποξηράνεις τελείως την πληγή. Τότε πρέπει να προσθέσεις (φάρμακο) αφού σκουπίσεις πολύ καλά την πληγή με σφουγγάρι, έτσι δε θα τοποθετήσεις το φάρμακο, που νομίζεις ότι ταιριάζει, εάν θα πρέπει ή όχι»6.
Στον κίνδυνο που υπάρχει από την μόλυνση της πληγής, εάν δεν γίνει σωστός καθαρισμός, αναφέρεται και πάλι ο Ιπποκράτης: «Πρέπει να καθαρίσεις την περιοχή του τραύματος , γιατί ακόμη και ξηρή η πληγή έχει κίνδυνο να σαπίσει»7.
Σ’ άλλο σημείο, λέγει: «Τα τραύματα δεν είναι δυνατό να θεραπευτούν, ούτε θεραπεύονται αυτόματα»8.
Κατά τους χρόνους του Ιπποκράτη, εμφανίζεται, σαν αντισηπτικό, για πρώτη φορά, το κρασί. «Έλκεα ξύμπαντα, ου χρη τέγγειν, πλην οινω»9.
Μετέπειτα και ο Γαληνός, αναφέρεται στην δύναμη του κρασιού, σαν καθαριστικού και αντισηπτικού υγρού, για όλα τα τραύματα10.
Για την χρησιμότητα του κρασιού θα μιλήσουν αργότερα ο Διοσκουρίδης «για τον μυρσίνήτη11 και τον μυρτίτη οίνο»12. Σημείωσε όμως ότι το κρασί, που περιέχει ρετσίνα και πίσσα είναι κατάλληλο για τις βαθιές πληγές13.
Ο Ιπποκράτης δίνει οδηγίες για την χρησιμοποίηση του αλατιού, σαν αντισηπτικού. Πρώτο υλικό είναι το θαλασσινό νερό, που καθαρίζει τέλεια τις πληγές και τα τράυματα14.
Ο Ορειβάσιος πιστεύει ότι πρέπει οι πληγές να καθαρίζονται με μίγμα από λάδι και κρασί15, πράγμα που το βρίσκουμε μεταγενέστερα και στην Χριστιανική διδασκαλία, στην παραβολή του Σαμαρείτη16.
Ο Κέλσος πιστεύει και γράφει ότι το αλμυρό νερό της θάλασσας θεραπεύει τα δαγκώματα των ζώων, κυρίως σκυλιών17.
Ο Ορειβάσιος συνιστούσε διαλύματα από χαλκό και διάφορα αλλά μέταλλα, για αντισηψία.
Ο Ιπποκράτης πάλι, στο σύγγραμμα του «Κατ’ ιατρέιον»,. Περιγράφει με λεπτομέρειες την περιποίηση τραυμάτων.
Εκτός απ’ την πρακτική αντιμετώπιση των διαφόρων ασθενειών της εποχής τους, οι αρχαίοι Έλληνες γιατροί είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και ψυχικά φαινόμενα των αρρώστων τους, που προσπαθούσαν να τα εξηγήσουν και να τα θεραπεύσουν.
Στην συγγραφή του «Περί γονής» ο πρωτοπόρος πάντα Ιπποκράτης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στην ονειρωξη18. Τονίζει ότι είναι ψυχοσωματική αρρώστια που σχετίζεται και με την σκέψη και με τους σωματικούς μηχανισμούς. Διαχωρίζει την πράξη στον ψυχικό παράγοντα «εξονείρωση» και τον σωματικό «λαγνεία».
Η «Ιπποκρατική Συλλογή» καλύπτει το χρονικό διάστημα από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τους Αλεξανδρινούς μεταχριστιανικούς χρόνους. Έτσι καλύπτει ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, που μπορούμε να ερευνήσουμε.

2. 5ος μ.Χ. αιώνας
Για το ίδιο φαινόμενο που μιλάμε τώρα, αναφέρει και ο «εγκυκλοπαιδιστής» Cailus Aurelianus, γιατρός του 5ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του «Χρόνιες αρρώστιες»19, με τον τίτλο «Για το ερωτικό όνειρο, που οι Έλληνες ονομάζουν ονειρωγμό».
Ο C. A. Αναφέρει, λοιπόν, ότι, κάτω από την επίδραση όχι πραγματικών εικόνων, οι ασθενείς πάσχουν από έκκριση σπέρματος, …αλλά αυτό δεν είναι αρρώστια αλλά συνήθως αποτέλεσμα εγκράτειας.
Για τον γυναικείο «ονειρωγμό», αναφέρεται ο Ιπποκράτης20 και γράφει ότι αυτός αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα, που χειροτερεύει που έχουν.
Τέλος, ο Αριστοτέλής πιστεύει το αντίθετο από τον Ιπποκράτη21.
3. 7ος μ.Χ. αιώνας
Πολύ αργότερα ο Παύλος ο Αιγινήτης έγραφε ότι η θεραπεία των σωματικών τραυμάτων και εγκαυμάτων γίνεται καλά και θεραπεύονται με στυφό κρασί22.
Κατά το 1889 ο Αναγνωστάκης εξηγεί στο σύγγραμμα τους ότι όταν ο Ιπποκράτης γράφει για την ξήρανση των τραυμάτων εννοεί την αντισηψία και ξηραντικά είναι τα σημερινά αντισηπτικά23.

4, 18ος μ.Χ. αιώνας
Τον 18ο μ.Χ. αιώνα, ένας από τους μεγαλύτερους διδασκάλους του Γένους, ο Ευσέβιος Βούλγαρις, επίσκοπος (1716 – 1906), ενδιαφερόμενος, σαν φιλόσοφος που ήταν, για την Ιατρική Επιστήμη, έγραψε ένα δοκίμιο με τον τίτλο «Διατριβή περί ευθανασίας»24.
Βέβαια, ο Ιπποκράτης αναφέρει πρώτος ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχει καμία σκέψη «συντόμευσης» του θανάτου του αρρώστου, πριν έλθει μόνος του.
Ο Άγγλος φιλόσοφος F. Bacon, το 1605 έγραψε: «…ο ιατρός θα πρέπει να φέρνει έναν ήρεμο και ειρηνικό θάνατο στον πάσχοντα ασθενή του» και έτσι περιέγραψε πρώτος τον όρο «ευθανασία»26.
Ο μεγάλος ιατροφιλόσοφος του 18ου αιώνα P. I. G. Cabanis, περίπου δέχεται την άποψη του Βάκωνα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Βούλγαρις «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον λεγνω».
Έτσι καταδικάζει και την φιλοσοφία των Στυικών, και των Ινδουιστών, την αυτοκτονία των προσώπων της Ιστορίας που έκανα αυτή την πράξη (Θεμιστοκλής, Κλεοπάτρα, Εμπεδοκλής κ.λ.π.), ακόμη τονίζει ότι και οι ήρωες (όπως π.χ. οι Σπαρτιάτες οι 300 κ.λ.π.) αναγκάστηκαν να ενεργήσουν έτσι, αν και δεν «υπερίσχυσε η χάρις της φύσεως», όπως στους Οσιομάρτυρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τέλος, κατά τον Βούλγαρι, όλοι που αυτοκτονούν είναι «των αλόγων κτηνών αλογώτεροι».

Επίλογος
Η Ιατρική Επιστήμη, γεννήθηκε μέσα από την αυθόρμητη διάθεση του απλού ανθρώπου, να βοηθήσει τον συνάνθρωπο του, που ήταν άρρωστος.
Το πιο έξυπνο και παρατηρητικότερο μέλος της πρωτόγονης κοινωνίας των ανθρώπων, έγινε ο «μάγος» της φυλής, που έφτιαχνε τα «μαγιοβότανα» για τις θεραπείες των αρρώστων.
Έτσι οι πρώτες πρακτικές εμπειρίες των μάγων – ιατρών, οι παρατήρηση των θεραπευτικών ιδιοτήτων ορισμένων βοτάνων, δημιούργησαν τα θεμέλια της Ιατρικής Φαρμακολογίας.
Ιατρικά και ιστορικά, κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την ευεργετική αυτή παρουσία των λαϊκών θεραπευτικών τρόπων, που μερικές φορές έχουν διαχρονική ισχύ και σημασία.
Ελέγχοντας αυστηρότατα την λαϊκή θεραπειολογία, η Ιατρική Επιστήμη, μέσα στους αιώνες, με αρχή τον Ιπποκράτη (450 π.Χ.) και εξελισσόμενη συνέχεια στην Ιατρική των κομπιούτερ και της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, διανύει ανοδική πορεία, με σκοπό την όλο μεγαλύτερη και πιο ασφαλή παροχή υπηρεσιών υγείας, στον πάσχοντα άνθρωπο.
Σ’ αυτήν μένει να ξεχωρίσει, από τις διαπιστώσεις και τις έρευνες, ποιες την ωφέλησαν και ποιες πρέπει να τις σταματήσει.
Γιατί οι γιατροί είναι ορκισμένοι να υπηρετούν το ιερότερο ον του πλανήτη: τον άνθρωπο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ιλιάδα, Λ, 829.
Ιλιάδα, Λ, 846.
Ιλιάδα, Λ, 599.
Daremberg, Ch. Dictionnaire des antiquites greques et romaines Art, Chirurgia par Rene Briau.
Ιπποκρ. Περί αέρων και υδλατων και τύπων, L, 2, 34.
Ιπποκρ. Περί ελκών, L, 6, 404.
Ιπποκρ. Περί των εν κεφαλή τραυμάτων, 15, 111, 144.
Ιπποκρ. Ομόιως, ενθ. Ανωτ. 406.
Ιπποκρ. Περί ελκών, 1.
Γαληνού, Ιπποκράτους, Περί αγμών, υπομν. Β’, Κ, XIII, 524.
Διοσκ. Ε, λζ, 718.
Ε’, λγ’, τομ. Α’, σελ. 717.
Διοσκ. Ε, μγ’ και μη’.
Ιπποκρ.Περί υγρών χρήσιος, 3, VI, 126.
Ορειβ. ΜΣΤ, κ’. IV, 150.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, Κεφ. Ι, στ. 25 – 37.
Celse, A. L. Traite de Medecine, trad. Dr. A. Vedrenes, Paris, 1876. Κεφ. IV, 27, I.
1, 3, Littre, tom. VII, σελ. 470 – 473, «Ιπποκρατική Συλλογή»
«De sommo venerio, quemGraeci onyrogmon appellant”, V, VII, 80 κ.εξ. εκδ. Drabkin, σελ. 958 – 963.
Ιπποκρ. Συλλογή, Περί γυναικείων, Βιβλ. Β’, 175.
«Περί ζώων γεννέσεως, Ι, 19, 727α, 27.
Ζ’ μ.Χ. αιώνα, κζ, 150.
Anagnostaksi, A La methode antiseptique dans l’ antiquites temps, Athene, 1889.
Ευγ. Βουλγάρεως, Πετρούπολις, 1804.
Ιπποκρ. Συλλογή, Περί Ευσχημοσύνης.
Έζησε 1561 – 1626.
























ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ




ΤΟΜΟΣ Β’










ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Θ. ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΙ
Η Λακωνία

Αρχιμ. Δ. Σάπικα, Ιατρού

Η μεγάλη γεωγραφική ενότητα, που διαμορφώνεται στο νοτιοανατολικό χώρο της Πελοποννήσου, από τους ορεινούς όγκους του Πάρνωνα και του Ταΰγετου, ήδη από την αρχή των ιστορικών χρόνων ονομάζεται ΛΑΚΩΝΙΚΗ και ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ (Όμηρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδη, Ποιητές, Στράβωνας, Παυσανίας) και από την εποχή της Ρωμαιοκρατίας μέχρι σήμερα ονομάζεται Λακωνία και οι κάτοικοι της Λακεδαιμόνιας.
Τον 3ο μ.Χ. αιώνα υπάρχει στην Σπάρτη χριστιανικός ναός και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας είχε δημιουργήσει δύο στρατιωτικούς λόχους από Λάκωνες οπλίτες, τους γνωστούς «Πικανάτην» και «Λακωνικό».
Στον ίδιο αιώνα βαρβαρικές επιδρομές στην Λακωνία, είχαν σαν αποτέλεσμα την λεηλασία της Σπάρτης, ενώ στον Δ’ αιώνα, φοβερός σεισμός και επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου, φέρνουν την οριστική καταστροφή στη Σπάρτη και στην «εκατόμπολιν» της Λακωνίας.
Πάνω σ’ αυτά τα ερείπια της κατεστραμμένης αρχαίας πόλεως της Σπάρτης, χτίζεται, από τον Ε’ αιώνα, πια, η Χριστιανική πόλη, γνωστή στο εξής σαν «Λακεδαιμονία».
Κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο, η Λακωνική υπάγεται στην επαρχία της Ελλάδος και αργότερα, μετά την διοικητική οργάνωση των Θεμάτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, υπάγεται στο «θέμα» της Πελοποννήσου.
Είναι, βέβαια, για τους χρόνους της ύστερης αρχαιότητος ελάχιστες οι πληροφορίες μας, αλλά δείχνουν τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας των Λακεδαιμονίων1.

Κεφ. 1ο: Η Λακωνία και η κοινωνική δομή της
Οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος (Σπάρτης), αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια, ιδίως μετά την μάχη Βυζαντινών και Φράγκων στο Μακρυπλάγι2, κοντά στην Μεγαλόπολη, έρχονται και κτίζουν τα σπίτια τους στην πλαγιά του Μιστρά, γύρω από το κάστρο, για να έχουν την προστασία του στρατηγού. Την ίδια εποχή μεταφέρεται στον Μιστρά και η Μητρόπολις της Λακεδαίμονος.
Από το 1308 η διοίκηση μεταβάλλεται: οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές, όπως ο Καντακουζηνός3 και ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος Ασάν4.
Στα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, ο Μιστράς γίνεται πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, με ισόβιο άρχοντα, που φέρει τον τίτλο «δεσπότης» και δημιουργείται το «Δεσποτάτο του Μωρέως», το οποίο θα περιφρουρήσει τον μεσαιωνικό Ελληνισμό και θα τον επιβάλλει στα ξένα φύλλα: Σλάβους, Φράγκους, Αλβανούς κ.λ.π.
Αναδιφώντας, πριν προχωρήσουμε, στην ιδιωτική ζωή των Λακεδαιμονιών, διαπιστώνουμε τις ρίζες της σύγχρονης Ιατρικής, μέσα από τον τρόπο ζωής τους (απ’ τους αρχαίους χρόνους).
Απαραίτητα προϋπόθεση για ν’ αποκτήσει και να διατηρήσει ένα άτομο την ιδιότητα του Λακεδαίμονα πολίτη, ήταν να είναι αρτιμελής και υγιής γόνος Σπαρτιατών γονιών.
Μέχρι είκοσι ετών ο νέος περνούσε τρία στάδια αγωγής. Μεταξύ οκτώ και ένδεκα ονομαζόταν ρωβίδας, προμικιζόμενος, μικιζόμενος, προπαις. Μεταξύ δώδεκα και δέκα πέντε, πρατοπάμπαις, ατροπάμπαις, μελλείρην. Μεταξύ δέκα έξι και είκοσι ειρην και πρωτείρας.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, προτεραιότητα είχε η σωματική άσκηση, η εκμάθηση της τεχνικής του πολέμου, η καλλιέργεια αρχών, όπως η ανδρεία, η τόλμη, η καρτερία στους πόνους. Με ελαφρά υποδήματα και χωρίς υποδήματα, με ελάχιστη τροφή, κοιμόνταν σε στρώμα από καλάμια.
Οι έγγαμοι, κάτω των τριάντα ετών, πήγαιναν στα σπίτια τους κρυφά και για λίγη ώρα. Μόνο μετά τα τριάντα, μπορούσαν να διανυκτερεύσουν έξω από τα’ «ανδρεία».
Υπήρχε κοινοκτημοσύνη των γυναικών και ελευθερία στις εξωσυζυγικές σχέσεις. Η ζωή ήταν συλλογική και η οικογένεια ανύπαρκτη, και είχε υποκατασταθεί από την πολιτεία.

Κεφ. 2ο: Η Λακωνία και η αντιμετώπιση των ασθενειών
Η ιατρική, σαν τέχνη θεραπείας των ασθενειών, έχει την αρχή της στον Πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός σχημάτισε την έννοια του φυσικού κακού, απ’ το οποίο υπέφερε και απόκτησε με την πείρα τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιήσει για την επαναφορά στην κατάσταση της υγείας, π.χ. το κρύο που ελαττώνει την θερμοκρασία του πυρετού, το βότανο που παύει τους σπασμού, που φέρνει ύπνο κ.λ.π.
Οι αρρώστιες, κατά την αρχαία, αλλά κύρια στην Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, θεωρήθηκαν5 έργο κακοποιών πνευμάτων η τιμωρία, που επιβάλλονταν από τον θεό στον αμαρτωλό.
Έτσι η θεραπευτική αγωγή θεωρήθηκε καρπός θείας έμπνευσης και μύησης, η θρησκείας, όπως ήταν φυσικό, έγινε ο θεματοφύλακας της πρακτικής αυτής και ο γιατρός ήταν ταυτόχρονα ιερέας και μάγος.
Οι μοναχοί και κληρικοί της περιοχής της Λακωνίας όπου υπήρχαν κάστρα και μοναστήρια τεράστια, αντέγραφαν και μετέφραζαν τα ιατρικά έργα και έκαναν δυνατή την αφύπνιση του ενδιαφέροντος για την Ιατρική Επιστήμη.
Δύο, κυρίως, σχολές συνέβαλαν σ’ αυτό: η αραβική και η σχολή του Σαλέρνο (1100 μ.Χ.).
Τότε ιδρύθηκαν τα πρώτα ιατρικά Πανεπιστήμια, Άρχισαν οι ανατομικές μελέτες, οι μελέτες της φυσιολογίας και των θεραπευτικών ιδιοτήτων πολλών φυτικών προϊόντων.
Η σχολή της Μπολόνιας ασχολήθηκε με επιτυχία με τη χειρουργική και άνοιξε την πρώτη σχολή ανατομίας (το 1300 μ.Χ.).

Κεφ. 3ο: Τρόποι θεραπείας ασθενών της Λακωνίας
Η Λακωνία, πλούσια σε χλωρίδα και πανίδα, έγινε το κέντρο συλλογής θεραπευτικών βοτάνων, για την κατασκευή και δημιουργία φαρμάκων και αλοιφών για τις πληγές.
Ήταν ήδη γνωστό, από τα συγγράμματα του Ιπποκράτη, ότι υπάρχουν γύρω στα εκατό πενήντα είδη φυτών, που έχουν φαρμακευτική χρήση.
Ο Θεόφραστος, στο έργα του «περί φυτών ιστορίας και περί φυτών οικείων», περιγράφει κυρίως τα φυτά της ανατολής και της λεκάνης της Μεσογείου και κυρίως της Λακωνικής γης.
Κατά τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους η βοτανική, σαν αρχικής κατάσταση της ιατρικής, άρχισε να έχει ενδιαφέρον.
Οι Βυζαντινοί φυσιοδίφες και ιατροί, που έζησαν στην Λακωνία, διαπίστωσαν ότι τα βότανα επιδρούσαν θετικά στις διάφορες ασθένειες και την θεραπεία τους.
Άλλωστε, εάν εξαιρέσουμε τα νεώτερα χημικοτεχνικά φάρμακα – που και αυτά ακόμη βασίζονται στις φυσικοχημικές ενώσεις, που παράγονται από τα φυτά – θα πρέπει να καταλήξουμε ότι όλα τα φάρμακα έχουν τις βάσεις τους στα βότανα.
Οι Λάκωνες ερευνητές διαπίστωσαν, με άπειρα παραδείγματα, ότι οι θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων οφείλονται στον πολύπλοκο τρόπο, με τον οποίο επιδρούν τα συστατικά τους, θεραπευτικά, σε συνδυασμό με τον ανθρώπινο «Μεταβολισμό» και την ενέργεια του και στις διάφορες αντιδράσεις μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό ή και επιδερμικά, που οι αντιδράσεις αυτές έχουν σαν συνέπεια, άλλοτε τον κατευνασμό, άλλοτε την επιτάχυνση ή την επιβράδυνση των διαφόρων λειτουργιών του οργανισμού κ.λ.π., με τελικό αποτέλεσμα την μερική ή ολική θεραπεία.
Υπήρξαν, μάλιστα, πολλές εξακριβωμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες η φυτοθεραπεία έφερε αποτέλεσμα, εκεί όπου η ιατρική απέτυχε.

Κεφ. 4ο: Μιστράς και Ιατρική
Η Ιστορία της ΙΑτρικής τέχνης, στον Βυζαντινό Μυστρά της Λακωνίας, αρχίζει από τα μέσα του 13ου αι., όταν οι Φράγκοι είχαν ολοκηρώσει την ακτάκτηση της Παελοποννήσου.
Το 1249 ο πρίγκιπας του Μωρέως Βιλλεαρδουϊνος Β’ έκτισε το κάστρο του, στην ανατολική πλευρά του Ταυγέτου, στην κορυφή (ύψους) 620 μ.) ενός πα΄ραξενου βουνού, που λεγόταν Μιστράς ή Μυζήθρας.
Δέκα χρόνια αργότερα (1259 μ.Χ.) ο Βιλλεαρδουίνος πιάνεται αισμάλωτος από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Παλαιολόγο στην μάχη της Πελαγονίας και εξαγοράζει την ελευθερ’ία του, προσφέροντας, σαν αντάλλαγμα στν Αυτοκράτορα, τα κάστρα του Μιστρά της Μονεμβασιάς και της Μάνης.
Από εδώ και πέρα αρχίζει η πραγματική ιστορία του Μιστρά, που θα κρατήσει δύο αιώνες.
Παραμένει εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της ιστρορίας της Αυτικρατορίας και αποβαίνει το κέντρο της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών και φυσικά και της Ιατρικής Επιστήμης.
Σοφοί, καλλιτέχνες, λόγιοι και γιατροί, μαζεύονταν στην αυλή του Δεσπότη. Εδώ θα έλθει και θα ιδρύσει την περίφημη φιλοσοφική σχολή του7, από την οποία πέρασαν τόσες φυσιογνωμίες, ο Γεώργιος Πλήθων ή Γεμοστοσ και θα παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής τους η χαρακτηριστικότερη μορφή της περιόδου.
Οι ιατροφιλόσοφοι της εποχής αυτής κάνουν έρευνες με αφορμή τις διάφορες μάχες εναντίον των εχθρών, για θεραπεία πληγών, τραυμάτων και εγκαυμάτων, αλλά και διαφόρων παθήσεων του ανθρώπινου οργανισμού.
Κατά τις ιστορικές πληροφορίες των χρονογράφων της εποχής, οι αρρώστιες που μπορούσαν να θεραπευτούν, από τα διάφορα βότανα, ήταν εξακόσιες εβδομήντα και αφορούσαν σε διάφορες παθήσεις και μορφές ασθενείας.
Σε χειρόγραφα που βρέθηκαν, αναφέρονται πληροφορίες που επηρεάζουν την απόδοση των βοτάνων ποσοτικά και ποιοτικά και είναι, βασικά, καθαρά κλιματολογικοί, αλλά και πολλοί άλλοι τεχνικοί και φυσικοί: ο χρόνος της συγκομιδής, το έδαφος, η ηλικία του φυτού, η υγιεινή κατάσταση του φυτού και η καλλιέργεια.
Η Λακωνική γη είχε περίπου τριακόσια είδη βοτάνων για θεραπευτικούς σκοπούς.

Κεφ. 5ο: Βυζαντινή Λακωνία και ιατροί
(φαρμακευτικές ερευνητικές προσπάθειες)
στους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς κυρίως χρόνους, με την άνθηση, όπως είπαμε των γραμμάτων οι ιατροί της εποχής δεν κατόρθωσαν να ερευνήσουν ορισμένα φυτά, που είναι περιφρονημένα, για να φανούν οι θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Τόση είναι η σημασία των φυτών για την ζωή και την υγεία του ανθρώπου, ώστε θα’ λεγε κανείς ότι η φύση τα δημιούργησε για τον άνθρωπο. Αυτό είναι ίσως υπερβολή, όμως στο βάθος κρύβει κάποια αλήθεια.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δόθηκε για μερικά πολύτιμα αυτοφυή φυτά: «Θαρρείς πως το φυτό αυτό γνωρίζει την χρησιμότητά του για τον άνθρωπο και φυτρώνει κοντά στις κατοικίες του»9.
Ένα από τα πολλά κοινά παραδείγματα: Το κοινότατο αυτοφυές φυτό Parietaria, γνωστό με το όνομα Περδικάκι, είχε εξακριβωθεί ότι έχει διουρητική ιδιότητα.
Διαπίστωσαν οι ερευνητές της εποχής ότι για να χρησιμοποιηθεί ένα φυτό:
1) Να είναι κατάλληλο φυτό για μια ορισμένη αρρώστια ή πάθηση και να χρησιμοποιηθεί το υποδεικνυόμενο ή δοκιμασμένο τμήματος.
2) Να μαζευτεί το φυτό την κατάλληλη εποχή που θα έχει σχηματίσει όλες εκείνες τις ουσίες, που θα επιδράσουν θεραπευτικά με κάποιο τρόπο, είτε μηχανικό, είτε χημικό, είτε φυσιολογικό.
3) Ν’ αποξηρανθεί το φυτό με τον κατάλληλο τρόπο (σκιά, ήλιος, θερμοκρασία).
4) Να διατηρηθεί η ξερή φυτική ύλη (στελέχη, φύλλα, άνθη, ρίζα, καρπός, σπόρος) μ’ ένα κατάλληλο τρόπο (μακριά από υγρασία, από μεγάλη ζεστή – ερμητική συσκευασία).
5) Να χρησιμοποιηθεί φυτό διατηρημένο παρά πολύ χρόνο, γιατί χάνει, λίγο ή πολύ, τις ιδιότητες του.
6) Να χρησιμοποιηθεί το φυτό στην μορφή παρασκευάσματος που δίνει η οδηγία χρήσης (αφέψημα, έγχυμα, έμβρεγμα, βάμμα, σκόνη, κ.λ.π.).
7) Η χρήση του φυτού για την ορισμένη αρρώστια ή πάθηση να συνεχίζεται για αρκετό χρόνο, ώσπου να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
8) Αν πρόκειται για δηλητηριώδες φυτό – λίγο ή πολύ, να δίνεται προσοχή στην χρήση του, που πρέπει να γίνεται μόνο με ιατρική οδηγία.

Κεφ. 6ο: Λακωνικός βιότοπος και Βυζαντινοί και Μεταβυζαντινοί χρόνοι
Η επίδραση του κλίματος γίνεται φανερή, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι φυτά μονοετή ή διετή μπορούν να μεταβληθούν σε πολυετή με την αλλαγή του κλίματος προς το θερμότερο.
Στην Λακωνία π.χ. τα φυτά της οικογένειας των Χειλανθών, είναι πιο πλούσιο σ’ αιθέρια έλαια.
Επίσης τα παραθαλάσσια μέρη παρουσιάζουν την ανάπτυξη ορισμένων φυτών, σύμφωνα με την σύσταση του εδάφους.
Διαπίστωσαν, λοιπό, οι ερευνητές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων, ότι, για να γίνουν πιο γλυκά τα διάφορα παρασκευάσματα είναι προτιμότερο το μέλι και για την ετοιμασία των διαφόρων παρασκευασμάτων δοχείο εμαγιέ ή γυάλινο ανάλογο στο μέγεθος με την ποσότητα της φυσικής ύλης που χρησιμοποιείται.

Κεφ. 7ο: Κατάταξη θεραπειών στην Λακωνία, με βάση τα βότανά της
Οι ιατροί των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων, ξεχώρισαν σε διάφορες κατηγορίες τις ενέργειες των βοτάνων, για την θεραπεία των διαφόρων ασθενειών.
Έτσι, η πλούσια, σε φυτά, Λακωνική γη έδωσε την δυνατότητα επιλογής.
Έτσι, για αδυνάτισμα έδιναν: λουίζα, αψιθιά, αμπέλι, κομβαλλαρία, ταραξάκο, μπάμιες, άνηθο, βαλεριάνα.
Για πίεση αίματος: μαιδανό, σκόρδο, ελιά, βίσκο, τσουκνίδα, καφέλλα, ποτήρι.
Για την αιματουρία: κουμαριά.
Για την αιμόπτυση: ποδόφυλλο, βίνκα, κυδώνι, ιτιά, άρνικα, σιβύλο.
Για την εγκεφαλική αιμορραγία: τίγλιο.
Για σεξουαλική ανικανότητα: τσουκνίδα, μέλισσα.
Για αποσυμφορητικό αρτηριών: λάχανο.
Για αποσυμφορητικό κιρσών: αμαμέλις.
Για εξουδετέρωση αρθριτικών αλάτων: τίλια, πράσο, τσουκνίδα, σέλινο.
Για αρτηριοσκληρωση: αγγινάρα, βίσκο, τίλια.
Για γάγγραινα: ιτιά.
Για διαβήτη: κοχλεάρια, σέλινο, βατόρριζα, καρόττο, ταραξάκο, ακρπούζι, γεράνιο.
Για εμφύσημα: κρομμύδι.
Για χρόνια ημικρανία: ιπεκακουάνα, κομβαλλάρια.
Για κιρσούς: καλέντουλα, αμαμέλις.
Για κόπωση: μαϊδανό.
Για μελαγχολία: πασσιφλόρα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά από την συνοπτική αυτή μελέτη και έρευνα για την Λακωνική γη και την συμβολής της στην Ιατρική Επιστήμη, κατά τους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινούς χρόνους, διαπιστώνεται ότι η προσφορά της, λόγω των μεγάλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν εκεί συνέβαλλε θετικότατα στην πρόοδο και την έρευνα της ιατρικής, στο σύνολο της.
Πληροφορίες ιστορικές αναφέρουν ότι ο Πλήθων ή Γεμιστός10, μεταξύ των άλλων σπουδών του, της Φιλοσοφίας, Μαθηματικών, Αστρονομίας, Δικαίου, Φιλολογίας, Μουσικής και Θεολογίας, ασχολήθηκε και με την μελέτη της Ιατρικής της εποχής του, δηλ. ουσιαστικά της Βοτανολογίας.
Αναφέρεται μάλιστα, ότι το έργο του «Νόμων συγγραφή» - που μόνο αποσπασματικά γνωρίζουμε, γιατί το πρωτότυπο κάηκε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο11 – περιελάμβανε στοιχεία των γνώσεων της ιατρικής της εποχής του και της μελέτης και θεραπείας των διαφόρων ασθενειών, σύμφωνα με τις γνώσεις των σύγχρονων του.
Υπήρξε, λοιπόν, η Λακωνία, από την αρχαιότητα πρόδρομος της υγιεινής ιατρικής διαβίωσης με τον τρόπο ζωής των αρχαίων Λακώνων, που περιέγραψε νωρίτερα σ’ αυτό το πόνημα, αλλά και συνεχίστηκε το Βυζάντιο και ανδρώθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με τον Μιστρά και τους Παλαιολόγους.
Αναμφισβήτητα, από τα σπλάχνα της Λακωνικής γης έχουν προέλθει διακεκριμένοι ιατροί όλων των βαθμίδων της ιατρικής επιστήμης, που διακονούν την ανθρωπότητα και την πατρίδα μας με ήθος, συνέπεια και εντιμότητα αντάξια του ενδόξου παρελθόντος της.


















ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑ
Γεν. Ιατρού – Ιεροκήρυκος








Η «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ
Αισθητική ανάλυση










Αθήνα 1990


Η «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Γεννήθηκε το 496 π.Χ. στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας. Μόλις 28 χρόνων κέρδισε το πρώτο βραβείο, στους Δραματικούς αγώνες, με το έργο «ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ» συναγωνιζόμενος τον Αισχύλο. Διακρίθηκε παρά πολλές φορές και το 441, μετά την παρουσίαση της «Αντιγόνης» εκλέχτηκε συστράτηγος του Περικλή, στον Σαμιακό πόλεμο. Έγραψε περίπου 120 τραγωδίες, από τις οποίες σώζονται μόνο επτά. Ο WILLANOWITZ τις τοποθετεί με την εξής σειρά:
1) Αντιγόνη, 2) Αίας, 3) Οιδίπους Τύραννος, 4) Ηλέκτρα, 5) Τραχίνιοι, 6) Φιλοκτήτας, 7) Οιδίπους επί Κολωνό.

ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Μετά την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και την αυτοεξορία του από την Θήβα, οι δύο γιοι του Πολυνείκης και Ετεοκλής συμφωνούν να έχουν την βασίλεία ένα χρόνο ο ένας και ένα χρόνο ο άλλος. Μετά το τέλος του πρώτου χρόνου ο Ετεοκλής αρνείται να παραδώσει την εξουσία στον αδερφό του, ο οποίος πηγαίνει στο Άργος και αφού παντρεύεται την κόρη του Άδραστου εκστρατεύει εναντίον της Θήβας μαζί με άλλους έξι («Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου). Για να δοθεί ένα τέλος στον πόλεμο αποφασίζεται να μονομαχήσουν τα δύο αδέρφια. Κατά την διάρκεια της μονομαχίας σκοτώνονται και τα δύο αδέρφια κι έτσι λύνεται η πολιορκία της Θήβας. Ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, Κρέοντας, ο αδερφός της Ιοκάστης, απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη και απειλεί με θάνατο οποιανδήποτε παραβιάσει τις εντολές του.

ΤΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Στον πρόλογο, στίχο 1- 99 εμφανίζονται οι δύο κόρες του Οιδίποδα, η Αντιγόνη και η Ισμήνη. Η Αντιγόνη προσπαθεί να πείσει την αδερφή της να την βοηθήσει να θάψουν τον Πολυνείκη. Όμως η Ισμήνη διστάζει φοβούμενη τις απειλές του Κρέοντα.
Πάροδος, στίχοι 100 – 161: Ο χορός που απαρτίζεται από γέροντες της Θήβας, υμνεί τους θεούς και τους ευχαριστεί που βοήθησαν να τελειώσει ο πόλεμος.
Α’ Επεισόδιο, στίχοι 162 – 331: Εμφανίζεται ο Κρέοντας, ο οποίος αφού λέει ότι νομίμως κατέχει την εξουσία, αρχίζει να αναπτύσσει τις πολιτικές του αρχές και αναγγέλλει την απόφασή του να θαφτεί ο Ετεοκλής με όλες τις τιμές και ο Πολυνείκης να μείνει άταφος, έρμαιο των πτηνών και των αγρίων ζώων.
Εκείνη την στιγμή έρχεται ο φύλακας να αναγγείλει ότι κάποιος τόλμησε να παραβεί τις εντολές του. Εξαγριωμένος ο Κρέοντας, απειλεί όλους ότι θα τους τιμωρήσει σκληρά αν δεν βρουν τον δράστη.
Α’ Στάσιμο, στίχοι 332 – 375: Ο χορός εξυμνεί το πολυμήχανο ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο όταν θέλει μπορεί να υπερνικήσει και το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Β’ Επεισόδιο, στίχοι 376 – 581:Ο φύλακας μπαίνει οδηγώντας την Αντιγόνη, την οποία παρουσιάζει σαν παραβάτη της εντολής του Κρέοντα. Στις ερωτήσεις του Κρέοντα η Αντιγόνη απαντάει χωρίς φόβο ότι προτίμησε να φανεί συνεπής στους άγραφους νόμους. Παράλληλα εμφανίζεται η Ισμήνη, η οποία προσπαθεί να μοιραστεί τις ευθύνες της ταφής του Πολυνείκη. Η Αντιγόνη όμως την διαψεύδει και ο Κρέοντας διατάζει να οδηγηθούν και οι δύο αδερφές στο παλάτι.
Β’ Στάσιμο, στίχοι 582 – 625: Ο χορός θρηνεί για την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας και μακαρίζεί εκείνους οι οποίοι κατορθώνουν να περάσουν την ζωή τους μακριά από τις συμφορές και την δυστυχία.
Γ’ Επεισόδιο, στίχοι 626 – 780: Εμφανίζεται ο Αίμωνας, γιος του Κρέοντα, ο οποίος προσπαθεί με πλάγιο τρόπο να πείσει τον πατέρα του να μην θανατώσει την Αντιγόνη λέγοντας ότι ένας τύραννος δεν πρέπει να πηγαίνει ενάντια στην θέληση της πόλης, διότι ολόκληρος ο λαός θρηνεί για τον επικείμενο θάνατο της.
Γ’ Στάσιμο, στίχοι 781 – 800: Ο χορός παρασυρμένος από τον έρωτα της Αντιγόνης και του Αίμωνα, υμνεί την παντοδυναμία του Έρωτα. «Έρως ανήκατε μάχαν».
Δ’ Επεισόδιο, στίχοι 801 – 943: Η Αντιγόνη οδηγείται από τους φύλακες στον τόπο που πρόκειται να θανατωθεί. Ο χορός προσπαθεί να την εμψυχώσει και να την παρηγορήσει.
Δ’ Στάσιμο, στίχοι 944 – 987: Ο χορός μιλάει για την παντοδυναμία της Μοίρας.
Ε’ Επεισόδιο, στίχοι 988 – 1114: Ο Τειρεσίας κατηγορεί τον Κρέοντα ότι προκάλεσε τη οργή των θεών και τον παρακινεί να θάψει τον Πολυνείκη. Ο Κρέοντας τον βρίζει και λέει ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ αυτή την ταφή. Ο χορός προσπαθεί να μεταπείσει τον Κρέοντα και τον συμβουλεύει να ελευθερώσει την Αντιγόνη και να θάψει τον Πολυνείκη. Τελικά ο Κρέοντας πείθεται.
Στ’ Στάσιμο, στίχοι 1115 – 1154: Ο χορός επικαλείται τον Διόνυσο προστάτη της Θήβας να απαλλάξει την πόλη από το μίασμα.
Έξοδος, στίχοι 1155 – 1353: Εμφανίζεται ο άγγελος ο οποίο ανακοινώνει την αυτοκτονία του Αίμων και της Αντιγόνης. Η Ευρυδίκη μητέρα του Αίμωνα, που ήταν παρούσα στην αναγγελία του θανάτου του γιου της, φεύγει σιωπηλά ενώ ο χορός εκδηλώνει την ανησυχία του για μια νέα συμφορά. Ο Κρέοντας θρηνεί για τον γιο του μέχρι που έρχεται και η αναγγελία του θανάτου της Ευρυδίκης. Δεν έχει πια τίποτα καλό να περιμένει από τη ζωή και μετανιωμένος για ό,τι έκανε επικαλείται τον θάνατο. Ο χορός βλέποντας την φοβερή δυστυχία που έφερε η απόφαση του Κρέοντα ψάλλει ότι η ευδαιμονία των ανθρώπων βρίσκεται στην φρόνηση, ενώ η αλαζονεία και η ασέβεια προς τους θεούς γίνεται πάντα η αφορμή των μεγάλων συμφορών.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ίσως είναι η τελειότερη μορφή σε όλη την ελληνική δραματουργία. Ένας χαρακτήρας πολυσύνθετος. Δεν θα ήταν δύσκολο να την χαρακτηρίσει κανείς, την στιγμή που τα ίδια της τα λόγια, οι πράξεις της, η συμπεριφορά της αναδεικνύουν την προσωπικότητα της. Είναι μια γυναίκα που δεν φοβάται και δεν υποτάσσεται σε κανέναν. Οδηγός της είναι το συναίσθημα και όχι η λογική. Δεν αντιδρά στην ατίμωση του Πολυνείκη για τι σπρώχνεται από το αίσθημα της αδελφικής αγάπης. Άλλωστε όπως λέει και η ίδια έχει γεννηθεί μόνο για να αγαπάει (στίχο 523).
Το θάρρος της και η ευσέβεια της προς τους θεούς φαίνονται στους στίχους 446 – 55. Ο Κρέοντας την ρωτάει αν ήξερε την διαταγή του. Θα μπορούσε να αρνηθεί ότι ήξερε και να ξεφύγει από οποιαδήποτε κατηγορία. Όχι μόνο δεν το αρνείται αλλά του εξηγεί ότι το έκανε γιατί δεν ήταν διαταγή του Δία και της Δίκης αλλά διαταγή ενός θνητού.
Δεν φοβάται τις ευθύνες και γι’ αυτό διαψεύδει την Ισμήνη όταν εκείνη προσπαθεί να εμφανιστεί στον Κρέοντα σαν συνεργός. Όμως πέρα απ’ όλα αυτά δεν παύει η Αντιγόνη να είναι και γυναίκα. Η ιδέα του θανάτου δεν την τρομάζει, όμως είναι και αυτή ένας απλός άνθρωπος, με αδυναμίες, γι’ αυτό όταν την οδηγούν στην φυλακή θρηνεί την τύχη της. Λυπάται που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί σαν γυναίκα, δημιουργώντας μια οικογένεια, αλλά πεθαίνει ολοκληρωμένη σαν άτομο, ξέροντας, ότι πάνω απ’ όλα έκανε το χρέος της υπηρετώντας τους νόμους της ηθικής.
ΙΣΜΗΝΗ: Δεν έχει την ηρωική ψυχή της αδελφής της, η οποία εξεγείρεται και επαναστατεί μπροστά στο άδικο. Φοβάται και δεν διστάζει να το δείξει, σ’ αυτήν η λογική υπερτερεί του συναισθήματος. Έτσι παρουσιάζει στον πρόλογο της τραγωδίας. Αλλά η μεταστροφή της στο δεύτερο επεισόδιο είναι αισθητή.
Στίχος 558: «Κι όμως η ευθύνη της πράξεως μας είναι ίση και για τις δύο μας». Μ’ αυτά τα λόγια προσπαθεί να συμπαρασταθεί στην αδερφή της. Έτσι, όταν ο Κρέοντας την αποκαλεί «άφρων», αφού προτίμησε να κάνει άσχημες πράξεις μαζί με τους κακούς, η Ισμήνη απαντάει: «Πως είναι δυνατόν να ζω μόνη, χωρίς αυτή εδώ». Η αδελφική αγάπη, η ίδια που παρακίνησε την Αντιγόνη να θάψει τον αδελφό της, οδηγεί την Ισμήνη να μοιραστεί τις ευθύνες μαζί με την αδελφή της. Η μεγάλη της δυστυχία, για τα γεγονότα που έχουν συμβεί στην μέχρι τώρα ζωή της, διακρίνεται στον στίχο 564: «Το μυαλό στους δυστυχισμένους φεύγει απ’ την θέση του».
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Είναι ένας άνθρωπος ικανός, αυστηρός και με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Διακηρύσσει ότι είναι ο νόμιμος διάδοχος της εξουσίας και ότι η πατρίδα γι’ αυτόν είναι υπεράνω όλων (στ. 162 – 210).
Ο εγωισμός του και η αλαζονεία φαίνεται από τα πιστεύω του και ότι μπορεί να κυβερνά όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους νεκρούς. Έτσι χαρακτηρίζοντας προδότη τον Πολυνείκη και απαγορεύοντας την ταφή του, πάει ενάντια στους θεούς και στους άγραφους νόμους.
Παρ’ όλα αυτά φοβάται ότι κάποιος μπορεί να πάει ενάντια στην διαταγή του. Γι’ αυτό προσπαθεί με τα λόγια του να αποτρέψει οποιονδήποτε επίδοξο παραβάτη. Του είναι αδύνατο να καταλάβει το ιερό καθήκον της Αντιγόνης και δεν διστάζει να την καταδικάσει σε θάνατο. Η απόφαση του είναι αμετάκλητη ακόμα κι όταν ο ίδιο του ο γιος τον παρακαλεί να συγχωρήσει την Αντιγόνη. Έτσι εκδηλώνοντας τις τυραννικές του αρχές φέρνει την δυστυχία, όχι μόνο στην οικογένεια του αλλά και σε ολόκληρη την πόλη. Δεν διστάζει να βρίσει τον Τειρεσία που προσπαθεί να τον μεταπείσει. Φτάνει μέχρι την «ύβρη» όταν λέει: «δεν θα επιτρέψω την ταφή έστω κι αν οι αετοί αρπάξουν το πτώμα και το φέρουν μπροστά στον θρόνο του Δία» (1039 – 10 41).
Μόνο μετά από τις άσχημες προβλέψεις του Τειρεσία αρχίζει να κλονίζει η πίστη του ότι η απόφαση του είναι σωστή. Και πράγματι, οι προβλέψεις του μάντη αρχίζουν να βγαίνουν αληθινές. Καθώς αναγγέλλεται η αυτοκτονία του Αίμωνα και λίγο αργότερα η αυτοκτονία της Ευρυδίκης. Αυτό είναι και το τελειωτικό χτύπημα για τον Κρέοντα. Η παραφροσύνη τον κυριεύει και επιθυμεί τον θάνατο.

ΑΙΜΩΝΑΣ: Η εμφάνιση του Αίμων προκαλεί αγωνία στον θεατή, γιατί αφού ο Κρέοντας έχει διακηρύξει ότι είναι μοιραίο ο Άδης να διαλύσει αυτό το γάμο προβλέπεται η σύγκρουση του πατέρα και του γιου. Στην αρχή μιλάει με μεγάλο σεβασμό προς τον πατέρα και προσπαθεί να τον κάνει να αλλάξει γνώμη, παρουσιάζοντας του όχι μόνο τη δική του αλλά και την κοινή γνώμη. Εκφράζει τις βαθιά δημοκρατικές ιδέες του, λέγοντας ότι η πόλη δεν ανήκει μόνο σ’ έναν άνθρωπο και έτσι πετυχαίνει να εξαγριώσει τον πατέρα του. Αποφεύγει συστηματικά ν’ αναφέρει το όνομα της Αντιγόνης και η αγάπη του γι’ αυτήν φαίνεται μόνο στην πράξη της αυτοκτονίας του.

ΦΥΛΑΚΑΣ: Εμφανίζεται στην σκηνή τρομοκρατημένος. Τα λόγια του διακρίνει η αφέλεια και η απλότητα. Η τεχνικότατη περιγραφή των καθ’ οδών αμφιταλαντεύσεων του, οι ερωτήσεις προς τον εαυτό του, το γνωμολογικό του ύφος και η αφέλεια στην έκφραση, η οποία είναι χαρακτηριστική των απλών ανθρώπων, ζωντανεύουν τα πράγματα, παράλληλα όμως προσφέρουν και κάποιες ευχάριστες στιγμές στον θεατή.

ΑΓΓΕΛΟΣ: Όπως όλοι οι Άγγελοι της αρχαίας τραγωδίας εμφανίζεται αφελής, ώμος, γνωμολόγος και κατ’ εξοχήν φλύαρος. Ασχολείται περισσότερο με το να διατυπώνει ιδέες περί ευτυχίας. Αυτό συμβαίνει για να διεγείρει περισσότερο την ανυπομονησία του θεατά.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Σαν αληθινός μάντης γνωρίζει την θέληση των θεών και προσπαθεί να την υποδείξει η να την επιβάλλει.

ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ηθογραφείται σαν στοργική μητέρα και αξιοπρεπής βασίλισσα.

ΧΟΡΟΣ: Έχει πρωταρχικό ρόλο μέσα στο δράμα. Συμμετέχει στην δράση, παρηγορώντας την Αντιγόνη και προσπαθώντας να μεταπείσει τον Κρέοντα. Προσφέρει ευχάριστες στιγμές στο θεατή εκφράζοντας με τα τραγούδια τα νοήματα που ο Σοφοκλής θέλει να περάσει στο κοινό.

Η ΒΑΡΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΛΑΒΔΑΚΙΔΩΝ
Μήπως ο Αισχύλος είχε δίκιο όταν την πλοκή των έργων του, την στήριζε στην κληρονομικότητα της αμαρτίας: ο Σοφοκλής δεν φαίνεται να συνδέει την τύχη της Αντιγόνης και των αδελφών της με τα σφάλματα του πατέρα της Οιδίποδα, που έπεσε στο βαρύτατο αμάρτημα της συνουσίας με την μητέρα του και τον φόνο του πατέρα του.
Όμως δεν φαίνεται να συνδέει αυτή την βαριά μοίρα του Οιδίποδα ε το αμάρτημα που είχε πέσει ο πατέρας του, Λάιος, αρνούμενος την υπακοή στον χρησμό του Απόλλωνα, που απαγόρευε να κάνει παιδιά.
Και μετά πέφτοντας σε δεύτερο σφάλμα, αρνήθηκε το ίδιο του το παιδί, πιστεύοντας ότι έτσι θα γλίτωνε από το πεπρωμένο του.
Μα μήπως ο Αισχύλος είχε δίκιο να πιστεύει σ’ αυτήν την βαριά κληρονομιά της αμαρτίας, στην κληρονομιά της τρέλας από πατέρα σε γιο.
Τα δύο αδέλφια της Αντιγόνης αλληλοσκοτώθηκαν φέρνοντας τον όλεθρο στην Θήβα. Η Αντιγόνη συναισθηματική και γεμάτη αγάπη και για τα δύο της αδέλφια, δεν μπόρεσε να υπακούσει στην διαταγή του θείου της και βασιλιά πλέον της Θήβας Κρέοντα και ν’ αφήσει άθαφτο τον αδελφό της (στ. 20 –35).
Έπρεπε να εξαγνίσει την ψυχή του. Ήταν μια απόφαση που την πήρε, σπρωγμένη από την μεγάλη της αγάπη για τον αδελφό της. Ήταν όμως και μια απόφαση που πάρθηκε πέρα από την λογική. Μόνη της κατέστρεψε την τύχη της ή απλά ακολούθησε το πεπρωμένο της;
Νέα, χωρίς ακόμη να είχε γνωρίσει τον έρωτα, αποφάσισε να πεθάνει κι όταν ο Κρέοντας, αμετάπειστος διατάζει τους φύλακας να την οδηγήσου στην υπόγεια φυλακή της και να την αφήσουν εκεί μόνη, χωρίς φαγητό (στίχοι 880 – 890), η Αντιγόνη, για πρώτη φορά σε όλη την τραγωδία δειλιάζει. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη της για να πάρει θάρρος, λέγοντας ότι για κανένας άλλον εκτός από τον αδελφό της, δε θα έκανε αυτή τη θυσία. Γιατί αν πέθαινε ο άντρας της, θα μπορούσε να παντρευτεί άλλον και να κάνει παιδί. Μα τώρα που ο πατέρας και η μητέρα της έχουν κατέβεί στον Άδη, πως είναι δυνατόν να γεννηθεί άλλος αδελφός γι’ αυτή;
Ο Θρήνος της συνεχίζεται πικρόχολα μέχρι τον στίχο 943. το ηθικό της είναι πεσμένο, ο θάνατος την τρομοκρατεί.
Μήπως λοιπόν πραγματικά ο Σοφοκλής έγραψε την τραγωδία του στηριζόμενος στην βαριά κληρονομιά της αμαρτίας που καταστρέφει όλη την οικογένεια από γενιά σε γενιά;
(Λάιος – Οιδίποδας – Πολυνείκης – Ετεοκλής – Αντιγόνη).

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
«Πόσις μεν αν ην μου άλλος κατθανόντος, και παις απ’ αλλού φωτός, ει τούδε ήμπλακον, μητρός δε και πατρός κατευθότοιν εν Άδον ουκ εστίν όστις αδελφός αν βλάστοι ποτέ».
Πολλά προβλήματα δημιούργησαν αυτοί οι στίχοι από τον θρήνο της Αντιγόνης. Σύμφωνα με την γνώμη πολλών μελετητών (GOETHE) δεν ήταν ένα κομμάτι αυθεντικό του Σοφοκλή, μια που προηγουμένως η Αντιγόνη δικαιολογεί την πράξη της, λέγοντας ότι παρέβη την εντολή του άρχοντα για χάρη των άγραφων νόμων, όμως εδώ ομολογεί ότι μόνο για χάρη του αδελφού της παραβαίνει τους νόμους της πολιτείας.
Οι μελετητές υποστηρίζουν, ότι οι στίχοι αυτοί είναι μεταγενέστεροι, από μια διήγηση του Ηροδότου σύμφωνα με την οποία: «Όταν ο Δαρείος αιχμαλώτισε την Ιταφέρνη και τον καταδίκασε σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένεια του, πρότεινε στην σύζυγο του αιχμαλώτου να σώσει οποίον θέλει από την οικογένεια της. Εκείνη αποφάσισε να σώσει τον αδελφό της, γιατί, όπως είπε, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει άλλο σύζυγο ή γιο πέθαιναν εκείνοι, όμως δεν ήταν δυνατό αποκτήσει άλλον αδελφό αφού είχαν πεθάνει οι γονείς της».
Άλλοι πάλι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Σοφοκλής ήταν εκείνος που συνέθεσε αυτούς τους στίχους και ότι απλώς επηρεάστηκε από τον καλό του φίλο, Ηρόδοτο.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Η Αντιγόνη αναφερόμενη στις δυστυχίες της οικογένειας της με την Ισμήνη, αποκαλεί τον Κρέοντα «Στρατηγό» (στ. 8).
Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι εδώ ο Σοφοκλής κάνει έμμεση αναφορά στον Περικλή. Όπως είναι γνωστό ο Σοφοκλής εκλέχτηκε το 441 συστράτηγος του Περικλή, στον Σαμικό πόλεμο.
Στην πρώτη εμφάνιση του Κρέοντα, ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα του ήρωα λόγια με φανερές απεικονίσεις στην πολιτική ζωή της Αθήνας του 5ου αιώνα.
Στο πρόσωπο του Κρέοντα εύκολα μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανείς την ίδια την Αθήνα. Όπως είναι γνωστό το 447 με πρωτοβουλία της Αθήνας συγκροτήθηκε μια συμμαχία με πολλές πόλεις της Ελλάδας.
Η Αθήνα παίρνει την κηδεμονία της συμμαχίας που είχε σαν κέντρο συγκέντρωσης το νησί της Δήλου. Παρόλο όμως που ήταν μια συμμαχία δυνάμεων, η Αθήνα ήταν ο λεγόμενος «μεγάλος αρχηγός», υποχρέωνε τους συμμάχους να πληρώνουν κάθε χρόνο κάποια χρήματα και να εφοδιάζουν την συμμαχία και με στρατιωτική βοήθεια. Σιγά – σιγά οι σύμμαχοι άρχισαν να δυσφορούν απ’ αυτή την τυραννική κηδεμονία της Αθήνας και να επαναστατούν. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, μπορεί εύκολα να δει κανείς λόγια του Κρέοντα, την Αθήνα.
Στίχοι: «Όλοι πρέπει να υπακούουν στον άρχοντα που η πόλις ανέδειξε…»
«Η αναρχία καταστρέφει πόλεις και διαλύει συμμαχίες» (626 – 680).
Στίχοι 189 – 190: «ηδ’ εστίν η σώζουσα και ταύτης επί πλέοντες ορθής τους φίλους ποιούμεθα».
Με παρόμοια λόγια εκφράζεται και ο Περικλής στο έργο του Θουκυδίδη «πλέοντες»: όπως είναι γνωστό η Θήβα δεν είχε θάλασσα και κατά συνέπεια δεν είχε ναυτική δύναμη. Πρόκειται για μια λέξη που το νόημα της είναι τελείως ξένο στην κοινωνία των Θηβών. Απεναντίας η Αθήνα ήταν η πιο ισχυρή ναυτική δύναμη, άρα εδώ έχουμε άλλη μια απόδειξη ότι ο Σοφοκλής κάνει μια έμμεση αναφορά στην πόλη του, και στα γεγονότα της εποχής του.
Στους στίχους 446 – 455, όταν ο Κρέοντας μαινόμενος αντιμετωπίζει την Αντιγόνη, εκείνη απαντάει: «Δεν είναι ο Δίας ούτε η θεά Δίκη που μου έδωσε αυτή την εντολή, αλλά ένας απλός θνητός. Έπειτα πρόκειται να ζήσω πιο πολύ με τους κάτω και όχι με τους επάνω που κατοικούν στη γη».
Εδώ υπάρχει έντονη η αντιπαράθεση των ιδεών του Σοφοκλή και του Περικλή. Ο Αθηναίος στρατηγός αδιαφορούσε τελείως για τους άγραφους νό9μους της ηθικής, ασκώντας πολλές φορές την εξουσία με τρόπο τυραννικό.

Η «ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ» ΩΣ ΜΕΣΟ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ο Αριστοτέλης, στο έργο του «Ποιητική» αναφέρεται εκτός των άλλων και στην «αναγνώριση». Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό σημείο του δράματος που βοηθάει στην γρήγορη ή όχι εξέλιξη του. Η έννοια αυτή περικλείει μέσα της πολλές πτυχές της υπόθεσης του έργου. Είναι η γνώση που έχουν οι ήρωες για τη γενιά τους, η γνώση για τους υπόλοιπου ήρωες του δράματος.
Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει πέντε είδη «αναγνώρισης»:
«Δεν γνωρίζω και δεν πράττω».
Η Ιφιγένεια στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Ταύροις», δεν γνωρίζει ότι το πρόσωπο που πρόκειται να θυσιάσει είναι ο αδερφός της Ορέστης. Παρόλα αυτά δεν τον θυσιάζει και η αναγνώριση γίνεται μέσω του Πυλάδη, ο οποίος είναι παρών στη σκηνή.
«Δεν γνωρίζω και πράττω».
Ο Οιδίποδας, στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος», δεν αναγνωρίζει ότι ο άντρας που πρόκειται να σκοτώσει είναι ο Λάιος, βασιλιάς της Θήβας και μάλιστα πατέρας του, έτσι δεν διστάζει να τον σκοτώσει.
«Γνωρίζω και πράττω».
Η Μήδεια στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη γνωρίζει ΄το τα υποψήφια θύματά της είναι τα ίδια τα παιδιά και παρόλα αυτά τα σκοτώνει. Είναι η πιο τραγική και αδίστακτη ηρωίδα σε όλη την Αρχαία Ελληνική Δραματουργία.
«Γνωρίζουν και οι δύο».
Η Ελένη και ο Μενέλαος, στην κωμική τραγωδία του Ευριπίδη «Ελένη», αναγνωρίζουν αμέσως ο ένας τον άλλον και έτσι αποφεύγεται η τυχόν άσχημη εξέλιξη του δράματος.
«Γνωρίζω και δεν πράττω».
Ο Αίμωνας, στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», γνωρίζει ότι η αρραβωνιαστικιά του καταδικάστηκε σε θάνατο, ύστερα από την εντολή του πατέρα του Κρέοντα, παρόλα αυτά όμως δεν κάνει απολύτως τίποτα για να την σώσει. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εδώ έχουμε το χειρότερο είδος αναγνώρισης στην τραγωδία.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
«Εστίν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως, σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, παραινούσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
«Μίμησις πράξεως». Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν το ύψιστο είδος καλλιτεχνίας. Πρόκειται για την μεταφορά στην σκηνή μιας ανθρώπινης πράξεως. Αντίθετα ο δάσκαλος του, Πλάτωνας, υποστήριζε ότι πρόκειται για μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως, δηλαδή η τραγωδία για τον Πλάτωνα, ήταν «μίμηση της μίμησης» η οποία ξέφευγε από την πραγματικότητα.
«Μέγεθος εχούσης». Η τραγωδία θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος., πρέπει το μέγεθος της να είναι κανονικό, ούτε μικρό ώστε να μην μπορεί να αποδώσει όλα τα νοήματα, αλλά ούτε και μεγάλο που προκαλεί ανία στον θεατή.
«Καθαρσιν». Είναι απαραίτητο ο θεατής να «καθαίρεται» από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δράματος . γι’ αυτό ο ήρωας θα πρέπει να διαλεχτεί με μεγάλη προσοχή, δεν πρέπει να είναι κακός και ανέντιμος, γιατί ο θεατής θεωρεί αναπόφευκτη την τιμωρία του και δεν συμπάσχει μαζί του. Δεν πρέπει να είναι αδιάβλητος και εξαίρετος γιατί ο θεατής οργίζεται με τους θεούς, όταν ο ήρωας δεινοπαθεί χωρίς να φταίει. Ο ήρωας, πρέπει να είναι σαν τον «Οιδίποδα», ο οποίος είναι ένας άνθρωπος με πολλές διακυμάνσεις στον χαρακτήρα του, είναι καλός, δίκαιος, θρασύς, καχύποπτός, ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
Η δουλειά αυτή δεν έχει σκοπό ν’ αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει ένα βοηθητικό βιβλίο. Σκοπός του είναι να βοηθήσει τον μαθητή να γνωρίσει την αρχαία Ελληνική λογοτεχνία από αισθητικής πλευράς.
Για την σωστή επίδοση του μαθητή στ’ αρχαία ελληνικά χρειάζεται εκτός από γραμματικές και συντακτικές γνώσεις, διείσδυση στο πνεύμα του συγγραφέα και στους χαρακτήρες των ηρώων του έργου. Το έργο οποιουδήποτε συγγραφέα δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται σαν μια σύνθεση σκέψεων που απλά έγινε για να παρουσιαστεί σε κάποιο κοινό.
Θα πρέπει ο αναγνώστης ν’ αναζητήσει την σκοπιμότητα για την οποία γράφτηκε και το τι αντικατοπτρίζει στην πολιτική και οικονομική ζωή της εποχής που γράφτηκε.











ΑΡΧΙΜΑΝΡΙΤΟΥ
ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑ
ΚΑΘ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΓΕΝ. ΙΑΤΡΟΥ















Η ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ











ΑΘΗΝΑΙ 1991

Πρόλογος
«Η αμαρτία των πρωτόπλαστων μετά της ενοχής και όλων των συνεπειών και κοινών αυτής μετεδόθη ως κληρονομικόν αμάρτημα και μόλυσμα εις όλους ανεξαιρέτως τους απογόνους αυτών, διότι πάντες ούτοι περιείχοντο ουσία και δυνάμει εν τοις πρωτοπλάστοις. Η προπατορική εκείνη αμαρτία απετελέσεν στατικήν κληρονομίαν της ανθρώπινης φύσεως δημιουργήσασα κατάστασιν αμαρτίας ήτις μεταδίδεται εις όλους τους καταγόμενους εκ του Αδάμ και της Εύας δια της φυσικής γεννήσεως»[7]. κατά ταύτα η καθολικότης της αμαρτίας είναι αναμφισβήτητος καθ’ όσον μια είναι η πηγή εμφανίσεως όλων των ανθρώπων ήτοι ο Αδάμ και Η Εύας. Τοιουτοτρόπως πάντες οι άνθρωποι ήσαν ένοχοι απέναντι του Θεού και υπόλογοι ένεκα της κληρονομικής μεταδόσεως της αμαρτίας του Αδάμ και της Εύας. Τούτο καταφαίνεται εις το «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτίας ο θάνατος»2. επομένως η απαλλαγή του ανθρώπου εκ της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας ήτο πρόβλημα καθολικό. Η εν Χριστώ απολύτρωσις δεν ήτο δι’ ορισμένους των ανθρώπων αλλά διά σύμπασνα την ανθρωπότητα. Η υπακοή του τέλειου ανθρώπου, συγχρόνως δε και Δεύτερου προσώπου του τριαδικού Θεού εχρησίμευσεν ως αντίβαρος της καθολικής παρακοής δια του Αδάμ. Ητο δε ανάγκη η απολύτρωσις να γίνη δια του Θεανθρώπου καθ’ όσον ο άνθρωπος εξέπεσεν της αρχεγόνου δικαιοσύνης και διελύιησαν οι δεσμοί μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η επανασύνδεσις των σχέσεων Θεού και ανθρώπου έπρεπε να γίνη ουχί δια του ανθρώπου όστις ήτο πλήρης στιγμάτων αμαρτίας, αλλά δια του αναμάρτητου Υιού και Λόγου του Θεού. Εξ άλλου η αμαρτία κατά τον Άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτην είναι «Ένα άπειρον κακόν, διότι πράττει εναντίον ενός απείρου Θεού». Άρα ένας άπειρος Θεός ηδύνατο να απαλείψη το άπειρον κακόν. Ως λέγει δε η Αγία Γραφή «ώσπερ γαρ δια της παρακοής του Ενός δίκαιοι κατασταθήσονται οι πολλοί»3. Την καθολικότητα ταύτην της αμαρτίας την παραδέχονται πλήν του Χριστιανισμού και άλλαι θρησκείαι ως και η παγκόσμιος συνείδησις δι’ ο και ο Θουκυδίδης παρατηρεί: «πεφύκασιν άπαντες και δια και δημοσία αμαρτάνειν»4. Η εν Χριστώ απολύτρωσις δια των Αποστόλων και των διαδόχων αυτών εναπετέθη εις την υπό του Τριαδικού Θεού δημιουργήθεισαν εκκλησίαν. Η εκκλησία κατά ταύτα πρέπει να σώση δια του Κ.Η.Ι.Χ. τον Αδάμ εν τη πληρότητα ήτοι άπαντας τους απογόνους του Αδάμ, ομιλούμεν δηλ. περί του καθολικού σωτηριολογικού χαρακτήρος της εκκλησίας. Διότι ως λέγει και ο καθηγητής Τρεμπέλας «χαρακτηρίζοντες την εκκλησίαν ως καθολικήν εννοούμεν την καθ’ όλον τον κόσμον επέκτασις αυτής και την μεταξύ πάντων των εθνών και των λαών διάδοσιν και επικράτησιν ταύτης»5. έχοντες δε υπόψη ότι ο κύριος σκοπός της εκκλησίας είναι η σωτηρία των μελών της βλέπομεν την καθολικότητα αυτής ασχέτως φυλής, χρώματος, εθνικότητος και τοπικών ορίων.
Προς καλύτεραν μελέτην του θέματος «Η ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» θ’ αναφέρωμεν πρώτον μεν, ως αυτή ευρίσκεται εν τη Αγία Γραφή, δεύτερον δε εις τους Αγίους Πατέρας της Εκκλησίας οίτινες ερμηνεύουν την Αγία Γραφήν και τέλος ποια η Καθολικότης της Εκκλησίας εξ Ορθοδόξου επόψεως και σύγχρονα προβλήματα.





















Α’. Η Καθολικότης της Εκκλησίας εις την Αγίαν Γραφήν.
«Η Αγία γραφή αγνοεί τον όρον «καθολικότης» ή «καθολική» γνωρίζει όμως και διακηρύττει εμφανώς το υπό τον όρον τούτον σημαινόμενον. Εν αυτή τη Παλαιά Διαθήκης προλέγεται η καθολική κυριαρχία του Μεσσίου περιλαμβάνοντος εις το βασίλειον Αυτού άπασαν την Οικουμένην ενώ η Θεοκρατία περιωρίζεταο εις μόνον τον Ισραήλ, η αναμενομένη βασιλεία του Μεσσίου θα περιλάμβανε πάντας τους λαούς της γης»6.
Ήδη εις το πρώτον βιβλίον της Π.Δ., την Γενεσιν, περιλαμβάνεται εν εσόπτρω η καθολική της εκκλησίας αποστολή «και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματι σου πάντα τα έθνη της γης»7. ενταύθα καθαρώτατα διαφαίνεται το απόλυτον της καθολικότης, μη εξαιρουμένου έθνους τίνος, διότι λέγει ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΘΝΗ και ουχί έθνη τινα. Η καθολικότης της σωτηρίας τονίζεται ιδιαιτέρως εις τον 21ον ψαλμόν στίχος 28 «μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης, και προσκυνήουσι ενώπιον αυτού πάσαι αι φατρίαι των εθνών». Γνωστού όντος ότι η καταλλαγή ανθρώπου και Θεού γίνεται εν τη εκκλησία ευκόλως εννοεί τις ότι η επιστροφή προς Κύριον συντελείται εντός της εκκλησίας ο ψαλμός ούτος αναφέρει καθαρώς ότι «επιστροφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης». Η λατρεία του Θεού τελείται και τελειούνται εν τη εκκλησία. Ο προφήτης Μαλαχίας αναφέρει «από ανατολών ηλίου έως δυσμών το όνομα μου δεδόξασται εν τοις ένθεσιν και εν παντί τόπω θυμίαμα, προσάγεται τω ονομάτι μου και θυσία καθαρά διότι μέγα το όνομα μου εν τοις έθνεσι, λέγει Κυρίος Παντοκράτω»8. Και εδώ βλέπομεν ότι η εκκλησία δεν περιορίζεται εντός τοπικών και χρονικών περιορισμών περιλαμβάνουσα πάντας τους ανήκοντας εις το μυστικόν σώμα του Χριστού. Οι προφήται προβάλουν και «το όρος κυρίου κείμενον υπεράνω των βουνών» δια να έλθουν «επ’ αυτό πάντα τα έθνη» διότι αυτός είναι φως εθνών και «η σωτηρία έως εσχάτου της γης» και η βασιλεία αυτού έσται ως «όρος μέγα όπερ επλήρωσε πάσαν την γην». Ούτω βλέπομεν ότι εις την Π.Δ. προαναγγέλεται η καθολικότης της εκκλησίας.
Αλλά και εις την Κ.Δ. αναφέρεται περί της καθολικότητος της εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος ήδη ρητώς καθορίζει ότι οι Απόστολοι «ελαβον χάριν και αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσαι τοις έθνεσι». Η κήρυξις του Ευαγγελίου εις όλον τον κόσμον αποτελεί προυπόθεσιν της εξαπλώσεως της εκκλησίας εις τον κόσμον. Δι’ ο και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει σχετικώς με την δευτέραν παρουσίαν του Κ.Η.Ι.Χ. «και κηρυχθησεται τούτο το Ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη Οικουμένη εις μαρτύριον πασι τοις έθνεσι, και τότε ήξει το τέλος»9.
Προυπόθεσις επομένως της τελικής κρίσεως είναι η ανά την υφήλιον εξάπλωσις της εκκλησίας υπό την αρχηγίαν του αρχιποίμενος Χριστού. Οι προφητικοί λόγοι του Χριστού «γενμήσεται μια ποίμνη, Εισα ποιμήν»10, θα εκλπηρώθούν αναμφιβόλως προ του της είναι Εις όστις είναι και ιδρυτής αυτή, και η ποίμνη μια αποτελούσα ούτω το μυστικόν σώμα του Χριστού έχον ως κεφαλήν τον Κ.Η.Ι.Χ. Δι’ αυτό ακριβώς ο Μέγας Διδάσκαλος λέγει δια μέσου των αιώνων εις τα έθνη»11, «και κηρυχθήναι επί τω ονόματί μου μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών»12.





















Β’. Η Καθολικότης της Εκκλησίας εις τους Αγίους Πατέρας.

Εν αντιθέσει με την Αγίαν Γραφήν όπου δεν συνανταται ουδαμού καθαρώς ο όρος «καθολική» εις τους Αγίους πατέρας της Εκκλησίας συναντάται εις πλείστα όσα χωρία. Ήδη ο Άγιος Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος εχρησιμοποίησεν τον όρον «καθολική» διακηρύξας ότι «όπου αν η Χριστός Ιησούς , εκεί και η καθολική εκκλησία»13.
«Η αυτή αλήθεια επαναλαμβάνεται υπό άλλην μορφήν εις το μαρτύριον του Αγίου Πολυκάρπου, το συγγραφέν μικρόν μετά τον μαρτυρικόν θάνατον αυτού, ένθα «ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός» ονομάζεται «Ποιμήν της κατά την οικουμένην Καθολικής εκκλησίας». Εντω αυτώ συγγράμματι απαντά επανειλημμένως ο όρος ούτος εις την έννοιαν ου μόνον «της κατά την οικουμένην Καθολικής εκκλησίας» ης εμνημόνευσεν κατά την προσευχήν την οποίαν κατά την ώραν της συλλήψεως αυτού απηύθυνεν ο ιερομάρτυς, αλλά και της «εν Σμύρνης» τοποικής εκκλησίας ήτις ονομάζεται «Καθολική» και την έννοιαν του όρου Ορθόδοξος εφ’ όσον «διδάσκαλος αποστολικός και προφητικός και επίσκοπος» αυτής εγένετο ο Πολύκαρπος. Ούτως ο όρος «Καθολική», χρησιμοποιηθείς απολύτως και υπό του Τετυλλιανού, πιθανώτατα, πιθανώτατα δε και υπό των αιρετικών υιοθετηθείς ως ονομασία των μελών της εκκλησίας από του Κυπριανού σε σημαίνων γενικώς πάντα ορθοτομούντα Χρισταινόν, κατέστη και υπό τας δύο έννοιας καθ’ ας συναντάται εν τω ως άνω μαρτύριω, η προσφυής ονομασία της εκκλησίας εισαχθείς εις τα πάντα τα παλαιότερα σύμβολα ήτοι τόσον εις τον λεγόμενον Αποστολικόν όσον και τι παρ’ Επιφανείω σύμβολον, έως ου καθιερώθη επισήμως υπό της εν Κων/πόλει Β’ Οικουμενικής και εν τω Συμβόλω της Νίκαιας το οποίον αναφέρει εν «ενάτω έρθρω», «εις μίαν , Αγίαν, καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν»14. Η εκκλησία είναι κατά τον Μ. Βασίλειο «Μια πανταχού αδερφότης»15 ως μέλλουσα να περιλάβη εις τους κόλπους της πάσας «την υφ’ ηλίω»16 και διαλάβη πάσαν την γην «ως οικουμενική καρποφορία»17. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρεται περί «της Μαγάλης του Χριστού κληρονομιάς, της μεγάλης και ου παυσομένης αλλ’ επί πλείον αεί βαδιουμένης τε και αρθησομένης, ην ως Θεός εποίησεν και ως άνθρωπος εκληρονόμησεν, ήν ο νόμος ετύπωσεν και χάρις επληρωσεν, και Χριστός ενεκαίνισεν, ην προφητεία συνέπηξαν και Απόστολοι συνέδησαν και ευαγγελισταί κατηρτίσαντο»18.
«Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει ότι η εκκλησία του Χριστού έχουσα αποστολήν καθολικήν και παγκόσμιον χαρακτήρα, οικουμενικόν και πανανθρώπινον, καλεί εις την εν Χριστώ σωτηρίαν πάντας τους ανθρώπους αδιακρίτως και πάντα τα έθνη «των εθνών των πολλών των επί των ορέων φωνή έστιν εκκλησίας, δια τούτο και πεδινόν όρος αυτή αξελέχθη, ίνα ευρυχωρίαν έχει προς την συλλογήν του πλήθους των αναβαίνόντων επί το ύψος της γνώσεως του Θεού. Οίδεν ουν εν τω όρει τω πεδινώ πολύ το πλήθος πολλαχόθεν συνειλεγμένον και φωνή μια αφιέντων της πίστεως. Και φησι το Πνεύμα το Άγιον διά του προφήτου, φωνή Εθνών πολλών επί των ορέων εφ’ ων ήρθη το σημείον ομοία εθνών πολλών. Και μια εστίν η φωνή και εοικεν φωναίς πολλών εθνών. Μια μεν κατά την συμφωνίαν της πίστεως, πολλαίς δε φωναίς εοικε δια μερισθήναι γλώσσαις πυρός παρά του Αγίου Πνεύματος εφ’ έκαστον των Αποστόλων των μελλόντων τοις εν τη Οικουμένη ένθεσιν επισπείρειν το Ευαγγέλιον»19.
Ενταύθα καταφάινεται σαφέστατα το απόλυτον της καθολικότητος της Εκκλησάις επεκτέινομένη αυτή εις Ιουδαίους τε και Εθνικούς, δικαίους και ασδίκους, αγαθούς και πονηρούς. Δι’ ο και ο Κ.Η.Ι.Χ. λέγει «και άλλα πρόβατα έχω ά ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης, κακείνα με δει αγαγειν, και της φωνή μου ακούσουσιν»20.
Η εκκλησία εκετίενεται εις τους ζώντας τε και τεθνεωτας, χωριζομένη ούτω εις στρατευομένην και θριαμβεύσουσαν περιλαμβάνουσα τους πανταχού της οικουμένης πιστούς και μάλιστα κατά τον ιερόν Χρυσόστομον ουχί μόνον τους «όντας» αλλά και τους «γενομένους» και τους «προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότας»21.
Αλλ’ όμως και ο Άγιος Γηγόριος ο Νύσσης δια να καταδέιξει ότι η εκκλησία είναι παγκος΄νμιος κοινωνία και ότι ο «Σωτήριος» αυτής «Λόγος» κηρύσσεταο ανά πάσν την υφήλιον συνεχώς»κτά πάσαν την οικουμένην απ’ άκρου του ουρανού έως του άκρου αυτού»22.
Ο αυτός Πατήρ εις το ποιησωμεν γράφει: «μη εν ενί περιγραφήτω η Θεολογία αλλά εις πάσαν την γη κυρυχθητω το ευαγγελίον της σωτηρίας»23. Ταύτα πάντα δεικνύουν πως οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύουν και παρουσιάζουν τα εν εσόπτρω υπάρχοντα εν τη Αγία Γραφή περί της Καθολικότητος της εκκλησίας.




























Γ’. Η Καθολικότης της Εκκλησίας εξ ορθοδόξου επόψεως και σύγχρονα προβλήματα.

Εις την σημερινήν εποχήν προβάλλονται δύο ερμηνείαι όσον αφορά την καθολικότητα της εκκλησάσι, εξ ων η μία λαμβανει αρνητικην και η ετέρα θετικήν θέσιν.
Αρνητική θέσις
Ταυτη υποθάλπει ο Οικουμενισμόδ όστις προιόν ων του Προτεσταντισμού παραδέχεται την «περί κλαδων θεωρίαν» αυτού.
Κατά την αιρετικήν αυτήν θεωριάν ουδεμία εκ των σήμερον ευρισκομένων ιστορικών εκκλησιών, Χριστιανικών ομολογιών, δεν παεριέχει εν τη πληρότητι την αλήθειαν, ήτοι ουδεμία των υπαρχουσών εκκλησιών δεν είανι η υπό του Κυρίου ιδρυθείσα εκκλησία ως μη περιέχουσα την καθολικήν αλήθειαν οιάν έδωκεν ο Κ.Η.Ι.Χ. Ούτω ο Οικουμενισμός θέλων να επανιδρύση την μιαν εκκλησίαν προσπαθεί να συνενώση όλας τας Χριστιανικάς ομολογίας όυτως, ώστε λαμβάνων εξ ακαστης ομολογίας τινάς αληθέιας αποτελέση την Μίαν εκκλησάσιν ήτις θα είανι η μόνη αληθής ως, δήθεν περιέχουσα το πλήρωμα της αλήθειας.
Θετική θέσις
Η ορθόδόξος εκκλησία θέτει ως βάσιν της καθολικοτητος της την αποστολικής διαδοχήν. Ήτοι αι αληθέιαι της Χριστιανικής πίστεως από της εποχής της επιφανεάσι του Κ.Η.Ι.Χ. έως και σήμερον ευρισκονται ακέραιαι εν τη εκκλησία. Τούτο δε διαβεωαιούν οι Απόστολοι και οι διάδοχοι αυτών οι επίσκοποι. Επομένως εφ’ όσον υπάρχει αποστολική διαδοχή έπεται ότι υπάρχει και το πλήρωμα της αληθέιας εν τη ενότητι του επισκοπικού αξιώματος.
Εκ των πραγ΄ματων βλέπομεν ότι απορρίπτεται η περί κλάδων θεωρία του προτεσταντισμού ήτις ανατρέπει εκ βάθρων αυτήν ταύτην την ιστορική της εκκλησίας και αυτήν ταύτην την καθολικότητα αυτής. Και ως εκ τούτου είναι δυνατόν να εννοήση τις εις τι απύθμενον βάθος ολέθρου οδηγεί η παραδοχή της θεωρίας αυτης.
Η Καθολικότης άρα της εκκλησάις δεν αποβλέπει εις τινα συμπληρωσιν ετέρων θρησκειών και ομολογιών διότι αυτή ως κατέχουσα πάσαν την αλήθειαν δεν επιδέχεται συγκρητισμόν, αλλά αποβλέπει εις την πλήρωσιν των ανθρώπων διά της μοναδικής πίστεως και διά την μοναδικήν εν Ιησού Χριστώ σωτηριάν.



ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ





ΤΟΜΟΣ Γ’










ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Θ. ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΙ
Αρχιμανδρίτης ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑΣ



Επιφανίου Επισκόπου
Κωνσταντείας Κύπρου
«Ο φυσιολόγος»





ΑΘΗΝΑΙ
1991

Ανάτυπο εκ του Διεθνούς Επιστημονικού Βυζαντινού
Συγγράμματος «ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ» Τόμος Γ’
Εκδότης: Καθηγητής ΑΓΓΕΛΟΣ Θ. ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ
Γραφεία: Σανταρόζα 1Δ Αθήναι – Τ.Κ. 10564 – Τηλ. 32.41.855
Οικία: Λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου Β’ 4, Καστέλα Πειραιεύς
Τ.Κ. 18534 – Τηλ. 41.72. 464







Επιφανίου
Επισκόπου Κωνσταντείας Κύπρου
«Ο φυσιολόγος»

Εις φυσιολόγον τον διελθόντα περί εκάστου φύσεως των θηρίων και των πετεινών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Επιφάνιος υπήρξε Επίσκοπος στην Σαλαμίνα της Κύπρου, με τον τίτλο του Κωνσταντείας. Είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που μαρτύρησε στην Παλαιστίνη, κατά πάσα πιθανότητα στην Βησανδούκη γύρω στα 315 μ.Χ.
Ήταν ξακουστός για την φιλομάθεια του και τις πολλές γλώσσες που μιλούσε, όπως και τις τεράστιες γνώσεις του σε φαινόμενα των φυτών και των ζώων, που είχε αποκτήσει από τα πολλά του ταξίδια, στον τότε γνωστό κόσμο.
Από πολύ νεαρή ηλικία έζησε στην Αίγυπτο, σαν ασκητής.
Στην Παλαιστίνη επέστρεψε αργότερα και ίδρυσε μια μονή με αρκετούς μοναχούς.
Το 367 μ.Χ. εκλέχτηκε επίσκοπος Κωνσταντείας (το παλαιό όνομα της Σαλαμίνος) Κύπρου.
Αγωνίστηκε για την Ορθοδοξία και τον μοναχισμό.
Είχε όμως φανατισμό, που τον οδήγησε σε συγκρούσεις με άλλους πατέρες της εποχής του.
Έτσι διαφώνησε με τον Μ. Αθανάσιο, για τον εορτασμό του Πάσχα, στράφηκε εναντίον του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Ωριγενισμού.
Έγραψε ένα σπουδαίο έργο, «Το Παναρίον», που ανασκεύαζε 80 αιρέσεις της εποχής του.
Μεταξύ των έργων του είναι και «Ο ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ», που διάφοροι ερευνητές προσπάθησαν να κατατάξουν στα νόθα έργα του Επιφανίου, προφανώς από φθόνο για την τεράστια ηθική απήχηση του περιεχόμενου του έργου.
Το όλο έργο του «Φυσιολόγου» αποτελεί μια μοναδική πηγή πληροφοριών για την Επιστήμη της Ζωολογίας και Βοτανολογίας της εποχής του, αλλά και ένα θεολογικό έργο, που αποπνέει την σαφή σκέψη του Επιφανίου, ότι δηλ. ο άνθρωπος έχει περιορισμένες δυνατότητες να κατανοήσει την Αγία Γραφή και θεωρεί αναγκαία την Ιερά Παράδοση.
Επομένως, όπως αβίαστα συμπεραίνεται από τους θεολογικούς παραλληλισμούς της φυσική ζωής των πτηνών και ερπετών με τα υψηλά της Ορθόδοξης Θεολογίας διανοήματα, η αλήθεια υπάρχει στην Εκκλησία, που δέχεται την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τον Άγιο Επιφάνιο στις 12 Μαΐου και τον έχει κατατάξει στους μεγάλους άνδρες της Εκκλησιαστικής ιστορίας.
Στο παρόν έργο προσπαθήσαμε, με τον πιο γλαφυρό τρόπο να προσφέρουμε στον Ορθοδόξο κυρίως μελετητή των πατερικών έργων, ένα χαρακτηρίστηκε σαν «νόθο» χωρίς ιδιαίτερα αποδεικτικά στοιχεία.
Το γεγονός ότι όλα τα σημεία έργου «ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας». Είναι η μεγαλύτερη απόδειξη, κατά την γνώμη μας, της γνησιότητας του.
Αρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ ΣΑΠΙΚΑΣ
Καθ. Θεολόγος – Γεν. Ιατρός
ΑΘΗΝΑ 1991
ΑΓ. ΠΑΣΧΑ









Κεφάλαιον Α’
Ο φυσιολόγος άρχεται λέγειν περί λέοντος: αρξώμεθα λαλήσαι πεί του λέοντος του βασιλέως των θηρίων, ήτοι των ζώων. Και γαρ Ιακώβ, ευλογών τον Ιούδαν λέγει: «Σκυμνός λέοντος Ιούδα, υιέ μου εκ βλαστού και τα εξής».
Πρώτη του λέοντος φύσις
Ότε περιπατεί εν τω όρει, και έρχεται αυτώ οσμή του κυνηγού, τη ουρά συγκαλύπτει τα α ίχνη, ίνα μη, ακολουθούντες τοις ίχνεσι οι κυνηγοί, ευρωσιν αυτού την ποιμνήν και καταλαβωσιν αυτόν.
Ερμηνεία
Έτσι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο νοερός λέοντας που νίκησε, από τη φυλή Ιούδα, η ρίζα του Δαυίδ, που στάλθηκε από τον Πατέρα, κάλυψε τα νοερά του ίχνη, δηλ. την θεότητα, μέχρι την ημέρα που κατέβηκε ση γη, σαν θεάνθρωπος.
Γιατί κατέβηκε στην κοιλιά της Μαρίας, για να σώσει το ανθρώπινο γένος που βρισκόταν σε πλάνη. «Και γαρ ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν».
Γι’ αυτό. Όλοι εκείνοι «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;» και το Άγιο Πνεύμα απαντά: «Ο Κύριος των δυνάμεων, αυτός έστιν βασιλεύς της δόξης».
Άλλη ερμηνεία
Έτσι και εσύ, άνθρωπε που έχεις διανόηση, όταν κάνεις ελεημοσύνη, να μη γνωρίζει το αριστερό σου χέρι, το έργο του δεξιού, μήπως ιχνολογήσει στα πονηρά.

Κεφάλαιον Β’
Δεύτερη φύσις του λέοντος
Όταν τέξηται τον σκυμνον η λέαινα, άπνουν τε και τυφλόν τυγχάνοντα εμβλέπουσα, προσκαθέζεται προσέχουσα αυτώ τριήμερον. Μετά δε το συμπληρωθήναι τας τρεις των ημερών, προσπεάζων ο άρρην λέων και εμφυσήσας αυτώ και ευθύς βλέπει και ζή. Όταν ουν κοιμάται, γρηγορούσιν αυτού οι οφθαλμοί και πάο επτά βημάτων του κυνηγού προαισάνεται και διαδιδράσκει, του μη συμπεσειν αυτώ.

Ερμηνεία
Έτσι και τα άπιστα κράτη, με την τριήμερη ταφή και εξέγερση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άνοιξαν τα μάτια τους και απόκτησαν ζωή. Πρίν από το βάπτισμα, ονομαζόντουσαν νεκροί και τυφλοί, και τα επέβλεπε η λιονταρίνα, δηλ. το Άγιο Πνεύμα, μέχρι την τριήμερη ταφή. Όταν ήλθε το αρσενικό λιοντάρι, δηλ. ο Λόγος και εμφύσησε σ’ αυτούς το Άγιο Πνεύμα, τους ζωοποίησε και τους σήκωσε από τον Άδη.

Κεφάλαιον Γ’
Περί του ούρου
Ο ούρος μέγιστον εστί πολύ υπερβάλλον τα έτερα, βοι παραπλήσιος, δύο κέρατα εν ευατώ πρίονι όμοια έχων, αυστηρός τη θεωρία, παρά πάντα τα ζώα, ώστε τα μεγάλα ζώα διακνηθόμενος τοις κέρασι διαπρίειν και κλωνοκοπάν, και ουδέν των ζώων δύνασθαι υφ’ ευατού ποιήσασθαι.
Νέμεται δε ι αυτός ουρος πλησίον του ωκαεναού και ευθέως μεθύσκεται και παλαιει προς γην τοις κέρασι, ώσπερ βους.
Έστι δε εκεί δένδρον, η ονομαζόμενη τάνυς, κλήματος μόρφωσιν έχουσα λευκοκλώνου, και κνηθόμενος ο αυτός ούρος την κεφαλήν προς τα έρνη της τάνου, το κέρας αυτού δέδεται υπ’ αυτής.
Παραγενομένου, τοιγαρούν, του κυνηγού και ευρισκοτος εμπεπεδωμένου των κεράτων, κρατεί αυτόν.

Ερμηνεία
Έτσι και εσύ, άνθρωπε που έχεις διανόηση, πρέπει να καταλάβεις ότι ο Θεός σε εδημιούργησε με περισσότερη γενναιότητα από το άγριο αυτό βουβάλι.
Αντί για τα κέρατα, σου έχει δώσει τις δύο Διαθήκες (Παλαιά και Καινή), κεράτινο όπλο εναντίον των εχθρικών δυνάμεων, με σκοπό να μην μπορεί να σε πλησιάσει ο Σατανάς. Διότι λέγει και ο Προφήτης «Εν σοι τοις εχθροίς ημών κερατιούμεν», δηλ. στ’ Όνομά σου καταστρέφουμε τους πνευματικούς μας εχθρούς με το κέρας του πνεύματος.
Άλλη ερμηνεία
Σαν ωκεανός εξηγείται το μέγεθος των υλικών αγαθών, δηλ. του πλούτου και τάνυς η ηδονή της ζωής.
Όταν εμπλακεί ο άνθρωπος στις ηδονές της ζωής, παραμελεί την πίστη.
Όταν, λοιπόν, έλθει ο κυνηγός, δηλ. ο διάβολος και βρίσκει τον άνθρωπο μπλεγμένο και να έχει αμελήσει την πνευματική του ζωή, τον κατακυριεύει.

Κεφάλιον Δ’
Περί ελέφαντος
Έστι γαρ ο ελέφας μέγιστον ζώον, προβοσκίδα έχων του διαφθειραι τα επερχόμενα αυτώ ζώα. Ομοίως και την βρώσιν και την πόσιν, δια της προβοσκίδος αυτού κυβερνάται. Ου γαρ έχει ερμοσίας και κύψας νέμεται και ου κάμπτει γόνατα.
Η θήλυς δε ζητέι βοτάνην, την λεγόμενην μανδραγόραν και μεταλαμβάνει εξ αυτής και ευθέως πυρούται και πορεύεται προς τον άρενα και κομίζει αυτώ την βοτανην και μεταλαμβάνει ο άρρην εξ αυτής και ευθέως πυρούται και συγγίνεται τη θήλει.
Επερχόμενου δε του καιρού του τεκείν, εισβάινει εις τινα λίμνην του ύδατος, το ύδωρ καταμετρούσα εις το πλησιασαι τοις μαστοίς και τύτα γεννά.
Ην γαρ τεξηται επί της γης, αδυνατήσει ο σκυμνός εγερθήναι, αμοιρών αρμοσίων.

Ερμηνεία
Είναι φανερό, ότι ο πρωτόπλαστος Αδάμ, όχι όπως ακριβώς η Εύα, αφού απόκτησε το ξύλο της παρακοής το δοκίμασε και το πρόσφερε στον σύζυγο της, ο οποίος μετά από την δοκιμασία, αισθάνθηκε την παράβαση που είχε διαπράξει.
Τι, λοιπόν, σημαίνει η πράξη της αμαρτίας; Τι σημαίνει η γέννα της λίμνης; Τον Παράδεισο και όσα έγιναν σ’ αυτόν.

Κεφάλαιον Ε’
Περί της ελάφου
Έστι δε η έλαφος μόρφωσιν έχουσα αγρίας δορκάδος, το δε κέρας αυτής τρίαρχον, κατά τας τρείς ανακαινίσεις.
Ζή δε έτη πεντήκοντα, και διατρέχει, ως καλός δρομεύς, τας νάπας των υλών και τας φάραγαας των ορέων και οσφραίνειται τας οπάς των ερπετών και τον όφιν, οπήπερ διατρίβοντα, παραχρημα γιγνώσεκι και ευθέως τίθησι την ρίνα αυτής επί την θύραν της οπής, και αναιρεί την πνοήν και εξιών ο όφις εισβαίνει εις τον λάρυγγα της ελάφου, η δε καταπίνει αυτόν.
Δια τούτο, έλαφος ονομάζεται, δια το ελέιν τους όφεις εκ του βάθους.
Τρέχει γάρ επί τας πηγάς των υδάτων και η μη τρεσι ώρας γέυσηται του ύδατος, τελευτά. Ει δε ευρή ύδωρ, πάλιν ζη πεντήκοντα.
Δια τούτο είπεν ο προφήτης «ον τρόπον επιποθέι η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς Σε, ο Θεός».

Ερμηνεία
Έτσι και συ, άνθρωπε που έχεις διανόηση, πρέπει να καταλάβεις, ότι για σένα υπάρχουν τρεις ανακαινίσεις πνευματικές, το βάπτισμα της αφθαρσίας, το χάρισμα της υιοθεσίας και η μετάνοια. Όταν, λοιπό, ανακαλύψεις το φίδι μέσα στην καρδιά σου, δηλ. την αμαρτία, φύγε τρέχοντας προς τις πηγές των καθαρών νερών, δηλ. τις Γραφές (όπως ερμηνεύουν αυτές οι Προφητείες) και πιες νερό ζωής, δηλ. το Άγιο Δώρο (την Θεία Κοινωνία). Γιατί όταν κοινωνείς, με προηγούμενη μετάνοια, ανανεώνεις τον εαυτό σου μ’ αυτόν τον τρόπο και έτσι έχει θανατωθεί η αμαρτία.

Κεφάλαιον ΣΤ’
Περί αετού
Έστι γαρ ο αετός, βασιλεύς των ορνέων. Αετός δε καλείται φια την πολυτίαν αυτού. Ούτος μεν ζη έτη εκατόν. Και γηράσαντος γρυπόυτια ο προμυκτηρ και αμβλυωπούσιν οι οφθαλμοί αυτού, του μη οράν, και ουκ ισχύει φαγέιν. Ανέρχεται δε εις ύψος λίαν και ρίπει ευατόν επί ακτροτόμου πέτρας, προσκρούσας αυτή το ράμφος και λούεται εις την ψυχράν λίμνην και κάθεται κατά το ηλιακόν θερμόν.
Πίπτουσι δε λεπίδες από των οφθαλμών και πάλιν εις νέους τελείν άρχεται.

Ερμηνεία
Έτσι και συ, άνθρωπε που έχεις διανόηση όταν κάνεις πολλές αμαρτίες, ανέβα σε ύψος, δηλ. στην συνείδηση σου και ρίψε τον εαυτόν σου στην πέτρα, δηλ. στην Ορθόδοξη Πίστη. Κλαύσε για τα πλήθος των αμαρτιών σου και καθαρίσου στην λίμνη από τα δάκρυα σου. Κάθισε να ζεσταθείς στον ήλιο, δηλ. στην Εκκλησία και στο Πανάγιο Πνεύμα, τρέχα το ταχύτερο στην θερμαντική δύναμη της μετανοίας. Πέταξε από επάνω σου τις λεπίδες. Δηλ. τις αμαρτίες, και πάλιν θ’ ανανεωθεί σαν του αετού η νεότητα σου και θα ονομασθείς δίκαιοις στα μάτια του Θεού.

Κεφάλαιον Ζ’
7. Περί γυπός
Ο Γύψ όρνεον έστι τη ήττη της γαστρός τα πάντα υπερακοντίζον. Ούτος ασιτίαν άγει τεσσαράκοντα των ημερών, ην δε λαχών τύψι εδεσμασιν, εσθίει λίτρας τεσσαράκοντα και αναπληροί την των τεσσαράκοντα ημερών ασιτίαν.



Ερμηνεία
Και συ, λοιπόν, άνθρωπε που έχεις διανόηση, που περασες σαράντα ημέρες με νηστεία, περιμένοντας την Ανάσταση του κυρίου, μη θελήσεις ν’ ασχοληθείς με την γαστριμαργία σου, ώστε να χάσεις το πνευματικό κέρδος της νηστείας των σαράντα ημερών.

Κεφάλαιον Η’
8. Περί πελεκάνος
Έστι γαρ η πελεκάν ιλότεκνον όρνεον, παρά πάντα τα όρνεα. Η δε θήλεια καθέζεται εν τη νειττιά, φυλάσουσα τα τέκνα και περιθάλπτει αυτά, ασπαζομένη και κολαφίζουσα εν φιλήματι.
Και μεθ’ ημέρας τρεις, απραγενομένου του άρρενος πελεκάνος, και ευρισκόντος αυτά τεθνηκότα, ολοφύρεται την καρδίαν λίαν.
Πεπληγωμένος δε του πόνου, κολάφίζει την ιδίαν πλευράν και οπάς αυτή εμποιεί και καταρρεί αίμα, επιστάζων επί τας πληγάς των τεθνηκότων νεοσσών και ούτως ζωοποιούνται.

Ερμηνεία
Εστί ακριβώς και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, άνοιξε την πλευρά του και αμέσως έτρεξε αίμα και νερό. Έσταξε το αίμα απάνω στα νεογέννητα που είχαν αποθάνει, δηλ. τον Αδάμ και την Εύαν, τους υπολοίπου προφήτες και σ’ όλους τους νεκρούς και φώτισε ολόκληρη την οικουμένη και έδωσε ζωή σ’ αυτούς, με την τριήμερη ταφή και ανάσταση Του. Γι’ αυτό τον λόγο μίλησε με το στόμα του Προφήτη «Ωμοιώθην πελεκάνω ερημικώ».

Κεφάλαιον Θ’
Περί πέρδικος
Έστι η πέρδιξ πολύτεκνος νεοττοποιησαμένη δε πορεύεται η θήλυς και γεννά τα ωά καθ’ εκάστην και ουκ αρκέι αυτή της ίδιας γαστρός ο τόκος, αλλά κλέπτουσα και τα ωά των αλλοτριών, φέρει αυτά, επί την νεοττίαν αυτής.

Ερμηνεία
Έτσι και συ, άνθρωπε, που έχεις διανόηση, όταν κανείς πολλές ελεημοσύνες, να μην αρκεστεσι σ’ αυτές, αλλά τρέξε για την εφαρμογή και άλλων εντολών και αύξησε την πνευματική σου φωλιά, όσο πιο πολύ μπορείς. Δηλ. εξάγνισε την καρδιά σου και γίνε ιδιαίτερα σκληρός, απέναντι στις εχθρικές δυνάμεις (του Σατανά).

Κεφαλαιον Ι’
Περί τρυγόνος
Έστι η τρυγών φιλανδρον όρνεον, παρά πάντα τα πετεινά και πορεύονται αμφότεροι, άρεεν και θύλη και νεοσσοποιούσιν αποζευχθεντων δε συτών, φυλάσσουσι την μονογαμίαν, εως τέλους της ζωής αυτών.

Ερμηνεία
Έτσι και συ, άνθρωπε, που έχεις διανόηση, όταν μπλέξεις με την αμαρτία και σου φανεί ότι είανι καιρός να μετανοήσεις, διώξε τη διάθεση της αμαρτίας και μην πέσεις άλλη φορά στη βρωμιά, δηλ. σ’ άλλη αμαρτία, αλλάφύλαξε τη μονογαμία σου, δηλ. την ένωση με τη σύζυγο σου, για να βρεις μόνη στη Δευτέρα Παρουσία.

Κεφάλαιον ΙΑ’
Περί φοίνικος
Φοινιξ ταωνος ωραιοτέρα υπάρχει. Ο τάων γαρ, χρυσίω και αργρυρίω καταπέτάσας τας πτέρυγας κέκτηται.
Η δε φοίνιξ, υακίνθου και σμαράγδου και λίθων πολυτελών. Τιαράν γαρ φέρει επί την κεφαλήν και σφύρας κατέχει επί τοις πόσιν αυτής. Η φοίνιξ της Ινδίας, εγγύς κοιτάζεται και αμφί τα πεντακόσια έτη τον βίον διάγει εις τας κέρδους του Λιβάνου, άβρωτος και άτοπος, τρέφεται δε εκ πνεύματος. Και μετά τα πεντακόσια έτη, αναμέστας εμποιεί τας πτέρυγας αυτής αρωμάτων και όταν σημάνη ο Ιερεύς της Ηλιουπόλεως εγέιρεται εκ του ιδίου τόπου και πορεύεται προς τον Ιερέα, εισερχόμενη δε εις τον ναόν, μετά του Ιερέως, εις το Άγιον Θυσιαστήριον, και πάντα τα μέλη αυτής σποδός γίνεται. Τη δε επιούση ημέρα ευρίσκει πτερυγομένην ούσαν, τη τρίτη δε αναπεπλησμένην πτερύγων, ασπάζεται τον Ιερέα και ανακαίνιζομένη απέρχεται πάλιν εις τον ίδιον τόπον.

Ερμηνεία
Πως, λοιπόν, οι παράνομοι Ιουδαίοι, δεν επίστευσαν στην τριήμερη Ταφή και Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού;
Αφού το όρνεο για τρεις μέρες ζωοποιήθηκε, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν χει τον τρόπο ν’ αναστηθεί εκ νεκρών; Γι’ αυτό έλεγε ο Προφήτης Ησαΐας «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει».

Κεφάλαιον ΙΒ»
Περί ταώνος
Έστιν ο ταώς τερπόμενον όρνεον πα΄ρα πάντα τα πετεινά. Έστι δε μορφόχροος, και πτερύγων ωράιων. Περιπατών γαρ όρα αυτόν τερπόμενον, εγκυφθίαν δε έχων την κεφαλήσν, υποβλέπει. Όταν δε ίδη τους πόδας αυτού, φωνεί αγρίως, αυτούς ανομοίους έχειν προς το λοιπόν μέρος του σώματος φάσκων.

Ερμηνεία
Και συ, λοιπόν, άνθρωπε, που έχεις διανόηση, βλέποντας τ’ αγαθά και τις εντολές σου, να χαίρεσαι και να ευχαριστήσαι. Όταν, όμως, δεις τα πόδια σου, δηλ. τα’ αμαρτήματά σου, φώναξε και κλαύσε προς τον Θεό και μίσησε τις αμαρτίες σου, το παγώνι τα πόδια, για να φανής δίκαιος στον νυμφίο Χριστό.

Κεφάλαιον ΙΓ’
Περί όφεως
Ο Χριστός είπεν τω Ευαγγελίω «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέρεαιοι ως αι περιστεραί». Ο φυσιολόγος έλεξε πε΄ρι του όφεως, ότι «πολλαί φύσεις είσιν εν αυτώ».

Πρώτη φύσις του όφεως
Όταν γηράσκη, αμβλύνονται αυτού οι οφθαλμοί και ε΄να ανανεάζειν εαυτόν βούληται, νηστεύει ημέρας τεσσαράκοντα, έως αν το δέμας αυτού, χαυνωθή και ευρίσκει πέτραν και ραγαδαστεύει, προκύψας. Διά δε της οπής ωθείται περάσαι και εκβάλλει το γήρας και αποβαλών αυτό τερπωλήν παρέχει νενίσκων.

Ερμηνεία Β’ φύσεως
Και συ λοιπόν, σκέψου, όταν ο πατέρας σου ο Αδάμ, ήταν μέσα στον Παράδεισο και φορούσε την θεοϋφαντή στολή του, δεν έπεσε στα χέρια του εχθρού (Διαβόλου), αλλά έφυγε μακριά απ’ αυτόν. Όταν όμως έφυγε και έμεινε γυμνός, αφού δεν τήρησε την θεϊκή εντολή, τότε ο Διάβολος κράτησε αυτόν.

Κεφάλαιον ΙΔ
Ερμηνειά Α’ φύσεως
Και συ, λοιπόν, άνθρωπε, που έχεις διανόηση, εάν θελεις ν’ αποβάλεις το παλαιά υπάρχον γήρας του κόσμου, δι’ά της στενής και τεθλιμένης οδού, με την νηστέια μάστεισε (δάμασε) το σώμα μου. «Στενή γαρ εστίν πύλη και τεθλιμμένη η οδός η άγουσα εις την βασιλείαν των ουρανών».

Δευτέρα φύσις του όφεως
Οφθείς τω όφει ο άνθρωπος ενδεδυμένος, φοβέι αυτών τα μάλιστα και διαδιδράσκει, οραθείς δε γυμνός καταθαρεεί αυτού.

Κεφάλαιον ΙΕ’
Τρίτη φύσις του όφεως
Του άνθρωπου αυτόν αποκεραμήσαι ιχνεύοντας, όλον το σώμα παραδίδωσι, την κεφαλήν μόνην φυλάσσει.

Ερμηνεία
Έχουμε, λοιπόν, και εμείς υποχρέωση, σε καιρό πειρασμού, να παραδώσουμε όλο το σώμα μας σε θάνατο, αφού φυλάξουμε μόνο το κεφάλι μας, δηλ. να μην αρνηθούμε τον Χριστό, όπως ακριβώς έκαναν οι Άγιοι Μάρτυρες. «Η κεφαλή γαρ παντός ανδρός, ο Χριστός εστίν, ως γέγραπται».

Κεφάλαιον ΙΣΤ’
Τέταρτη φύσις του όφεως
Όταν επί την πηγήν του ύδωρ ποιείν έλθη ο όφις, ου φέρει τον ιόν, αλλά γε αφείς αυτόν εν τη νεοττία, ούτω καθαρός πορεύεται, ίνα μη τους εξ αυτής πίνοντας φαρμακεύσηται.

Ερμηνεία
Έχουμε, λοιπόν, και εμείς υποχρέωση, αφού τρέξουμε προς το αέναο και άκακο ύδωρ, δηλ. των θείων και επουράνιων διδασκαλιών, που υπάρχουν σε αφθονία, μέσα στην εκκλησία του Θεού, να μη μεταφέρουμε μαζί μας τον ιό της κακίας, αλλά βεβαίως καμία κακία και πονηρή σκέψη, να εγκαταλείψουμε κάθε πονηρό διαλογισμό και έτσι, άμωμοι και καθαροί, να βαδίσουμε, μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, με τελικό σκοπό να μη γεμίσουμε από πνευματικό φαρμάκι την ψυχή μας.

Κεφάλαιον ΙΖ’
Περί όφεως
Ο Σολομών είπεν εν ταις Παροιμίαις. Ιθι προς την μέρμηκα, ω οκνηρέ κ.λ.π.». Ο φυσιολόγος περί της μύρμηκος της πολλάς φύσεως εχούσης λέγει.

Πρώτη φύσις της μύρμηκος
Όταν επιμελώς βαδίσωσιν έκασται κομίζουσαι τον κόκκον, και ου λέγουσι τοις φέρουσι: Δότε ημίν, ουδ’ αρπάζουσιν απ’ αυτών, αλλά αυτομάτοι τε ξυλλέξουσαι οίχονται απιούσαι.

Ερμηνεία
Ταύτα μπορείς να τα βρεις στην παραβολή των σωφρόνων και ανόητων παρθένων, στο ιερό Ευαγγέλιο.

Κεφάλαιον ΙΗ’

Δευτέρα φύσις της μύρμηκος
Όταν αποταμιεύση τους κόκκους εν τη ποίμνη, διχοτομεί αυτούς, μη χειμώνος καταλαβόντος σωπώσιν οι κόκκοι και λιμοκτονηθώσιν αυτάι. Η γάρ μύρμηξ θυμόσοφος τυγχάνουσα, προνοεί καύμα μέγα, η και βροχήν έρχεσθαι.
Θεωρουμενου δε σου την μύρμηκα τον κόκκον του σίτου εις την οπήν εισκομίζουσαν, ερχόμενον νόει τον χειμώνα.
Ην δε εκφέρουσαν θεάσης, γαλήνην εσομένην γνωθι.

Ερμηνεία
Και συ, λοιπόν, άνθρωπε, που λέγεις διανόηση, ξεχώριζε τις διδασκαλίες της Π. Διαθήκη, από τις πνευματικές (της Κ. Διαθήκης). «Το γαρ γράμμα αποκτείνει». Γιατί ο Παύλος είπε «ο νόμος πνευματικός έστιν», πριν από τον Νόμο, επειδή δεν πρόσεχαν οι Ιουδαίοι, καταστράφηκαν.

Κεφάλαιον ΙΘ’
15. Περί αλώπεκος
Η αλώπηξ εστί πολύτροπον ζώον. Πεινάσασα δε και απορούσα τροφής, απέρχεται επί τους ηλιακούς τόπους, καταρρίπτουσα αυτήν εις γην και ανεχομένη την πνοήν και υποκρίνεσαι τεθνηκυιαν κείται υπτία, τους οφθαλμούς τε και τους πόδας αν έχουσα. Επερχομένων δε των πετεινών και αυτήν κατεσθίειν βουλομένων, εκείνη ετοίμως αυτά κρατεί.

Ερμηνεία
Έτσι και ο διάβολος επειδή θέλει να παγιδεύσει τον άνθρωπο, του προκαλεί πειρασμούς με σκοπό ν’ αμελεί την προσευχή και έτσι μ’ ευκολία, μ’ αυτόν τον τρόπο, να τον παγιδεύει.

Κεφάλαιον Κ’
16. Περί νυκτοκόρακος.
Φήσιν ο Ψαλμωδός «εγενόμην ωσει νυκτοκόραξ».
Ο γούν φυσιολόγος λέγει τούτι το πετεινόν υπεραγαπά την νύκτα ή την ημέραν.

Ερμηνεία
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αγάπησε πολύ περισσότερο όλους εμάς, που βρισκόμαστε στο σκοτάδι και την σκιά του θανάτου, δηλ. τον λαό των εθνικών, πολύ πιο υψηλά από τον λαό των Ιουδάιων, οι οποίοι κάποτε είχαν και την χάρη της υιοθεσίας και τις επαγγελίες των Προφητών. Εξ αιτίας αυτών ο Σωτήρας έλεγε: «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον, ότι ευδοκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βαασιλείαν». Θα ισχυριστέις, ίσως, ότι ο νυκτοκόρακας είανι ακάθαρτο πτηνό και ότι ο Σωτήρας έλεγε για τον Απόστολο ότι «Τον μη γνόντα αμαρτίαν, υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν»; Ταπέινωσε τον ευατό του, για να μας πλησια΄σει όλους. «τα πάντα γέγονεν, ίνα πάντας σώση».

Κεφάλαιον ΚΑ’
17. Περί μελίσσης
Ειρηται δια του σοφού: «Μικρά εν πετεινοίς μέλισσα και αρχή γλυκισμάτων και καρπός αυτής».

Ερμηνεία
Έτσι τα θεϊκά έργα ανεξιχνίαστα στους ανθρώπους και θαυμαστά εν υψηλοίς και γλυκύτερα, πάνω από το μέλι και το κερί και πάνω απ’ όλα τα κτίσματα.

Κεφάλαιον ΚΒ’
18. Περί του ξηροβατράχου
Ούτω ο ξηροβάτραχος δέχεται τα ο θερμόν του ηλίου τους τε πάγους, όμβρούς, ανέμους και χειμώνας και πάντα υπομένει ουδαμώς τε απειρηκλως εστίν. Ο δε υδροβάτραχος αδυνατέι υπενεγκειν τι των τοιούτων, αλλά καταλαβόντες του χειμώνος, βάλλει ευατόν εις τον βυθόν. Επιλάμψαντος δε του ηλίου, εξερχόμενος ηδεώς θερμαίνεται. Επειδέ ηλίου θέρμη παχύνθεί, αυτήν φέρειν ου δύναται, και πάλιν ρίπτει ευατόν βυθόν σε.

Ερμηνεία
Ούτω και ο μοναχοί, που δεν ασκούνται σε πνευματικά θέματα, δεν είναι σε θέση να υπομείνουν την πείνα την δίψα, την γύμνωση και την εγκράτεια και το να κοιμούνται εις την γη, ενώ εκείνοι που ασκούνται, ευχαρίστως νηστεύουν και τα πάντα τα δέχονται με υπομονή.

Κεφάλαιον ΚΓ’
19. Περί χαραδρίου
Έστι γαρ πετεινόν λεγόμενον χαράδριος. Ο φυσιολόγος ήλεγξε περί τούτου, ότι όλον λευκόν εστί, μη όλως μελανίαν έχον. Και εάν τις νοσή, η νόσος του ανθρώπου, ει εστί εις θάνατον, αποστρέφει παό του νοσόυντος το πρόσωπον αυτού ο χαράδριος. Ενα δε η νόσος προς ζωήν έστιν, ατενίζει τον οσούντα ο χαραδριος και ο νοσών αν αυτόν.

Ερμηνεία
Έτσι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι κατάλευκος, μη έχοντας κανένα στίγμα ή μελανό σημείο του κόσμου, ο οποίος από τους αμαρτωλούς αποστρέφει το πρόσωπο του και βλέπει το πρόσωπο των Αγίων. Μήπως, ισχυριστείς ότι ο χαραδριός είναι ακάθαρτος και πως οδηγείται στο πρόσωπο του Χριστού; Ακάθαρτος υπήρξε και ο όφις και εφανέρωσε αυτόν ο Χριστός, λέγοντας «Καθώς ύψωσε Μύωσης τον οφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθείναι δει τον υιόν του ανθρώπου».

Κεφάλαιον ΚΔ’
20. Περί δενδροκόλοπος
Ο δενδροκόλωψ όρνεον εστί ποικίλον, καθαπερ και ο διάβολος εστιν. Πορεύεται δε ο δενδροκόλωψ δια των του δρυμού υλών, και τω προμυκτήρι παίει, και τοις ωσίν ακροάται.
Και ει μεν εστίκωφόν και ακάρδιον το δένδρον, εκπίπτει και εις αυτό εισέρχεται. Ει σ’ ολοκάρδιον έστιν, εκφέυγει εκείθεν απερχόμενος εις ετερον δένδρον.

Ερμηνεία
Έτσι και ο Διάβολος μέσω του δάσους προχωρεί, δηλ. στους ανθρώπους, μετατρέποντας τις καρδιές τους προς την ακαθαρσία, ενεργεί και ακούει με τα’ αυτιά του. Και εάν με ν ο άνθρωπος είναι κωφός και χωρίς καρδιά, όταν μπαίνει μέσα του, κάνει φωλιά. Εάν όμως, μ’ όλη την καρδιά του, με ταχύτητα διαφεύγει και σ’ άλλες επιστρέφει.

Κεφάλαιον ΚΕ’
Περί πελαργού
Έστι δε ο πελαργός αγνότατον όρνεον. Ούτε γαρ ο άρρην την θήλειαν θελγήτροις προς την οχέιαν εκκαλέι, ουδέ βία συνάπτεται. Το γαρ όρνεον τούτο τον πατέρα και την μητέρα αυτού ευσέβεια θαυμάσια γηροβοσκέι.

Ερμηνεία
Έτσι και εμείς έχουμε υποχρέωση να εκτελούμε τις δύο θείες εντολές, δηλ. ν’ απομακρυνόμαστε από το κακό και αν κάνουμε το καλό, όπως ακριβώς έχει γράψει ο βασιλικός Προφήτης. Και, κατά τον ίδιο τρόπο, στον Δεκάλογο, διατάζει ο Κύριος, λέγοντας «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου και πάλι «μη μοιχεύσεις».







ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ





ΤΟΜΟΣ Γ’










ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Θ. ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΙ
Βυζαντινή Αρχιτεκτονική των Ιερών ναών Γερακίου:
Θρύλοι, Ιστορία, Ανοικοδόμησις


Αρχιμανδρίτου ΔΑΝΙΗΛ Ε. ΣΑΠΙΚΑ
ΚΑΘ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΓΕΝ. ΙΑΤΡΟΥ
ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ


Εισαγωγή
Επάνω σ’ ένα αντέρεισμα του Πάρνωνα, σε απόσταση 35 χλμ. Από την Σπάρτη, βρίσκεται μια μικρή κωμόπολη της επαρχίας Λακεδαίμονος, με το χαρακτηριστικό όνομα ΓΕΡΑΚΙ.
Όταν, ο ερευνητής της ιστορίας, μελετήσει την αδιάσπαστη συνέχεια της ύπαρξης του, θα διατυπώσει ότι από την Νεολιθική εποχή, μέχρι και σήμερα, κατοικήθηκε από Λακεδαίμονας, όπως μαρτυρούν επιγραφές, γλυπτά και μνημεία διαφόρων εποχών, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Το αρχαίο όνομα της πόλεως ήταν ΓΕΡΟΝΘΑΙ. Κατά την Βυζαντινή εποχή, το όνομα της πόλεως έγινε ΓΕΡΑΚΙ, λόγω της πανοραμικής τοποθεσίας που έχει στο οικολογικό τοπίο της περιοχής.

Ι. θρύλοι για την ύπαρξη των Ι. Ναών Γερακίου
Πολλές παραδόσεις και θρύλοι περιέβαλλαν, κατά την διάρκεια της ιστορίας, το κτίσιμο και την δημιουργία των Ι. Ναών, που έγιναν από τον 14ο αιώνα, μέχρι και την εποχή της Τουρκοκρατίας, στο Γεράκι.
Οι Φράγκοι, το 1204 μ.Χ. κυρίευσαν ολόκληρη την Πελοπόννησο και χώρισαν την επαρχία σε δώδεκα τμήματα.
Το τμήμα του Guy de Nivelet, περιέχει και την πόλη Γεράκι.
Ο βαρόνος, επισημαίνοντας την σημαντική αμυντική και στρατηγική θέση της πόλεως, πριν από τα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ. έκτισε το κάστρο.
Ήταν εξοπλισμένο με πολεμίστρες, πύργους και σφενδόνες, για την αντιμετώπιση όλων των επίδοξων εισβολέων, απρόσιτο και ανίκητο.
Στην ήττα των Φράγκων, όταν έγινε η μάχη της Πελαγονίας (το 1259 μ.Χ.) ο Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος, αιχμαλωτίστηκε και κρατήθηκε όμηρος.
Έτσι οι Φράγκοι, για ν’ απελευθερώσουν τον Βιλλαρδουίνο, έδωσαν στους Βυζαντινούς, σαν αντάλλαγμα, το κάστρο του Γερακίου, μαζί με τα Κάστρα του Μυστρά, της Μονεμβασίας και της Μάνηα.
Το 1460 μ.Χ., το κάστρο υποτάχτηκε στους Τούρκους, μετά από μια σύντομη κατοχή από τους Βενετούς (1463 – 1467 μ.Χ.).
Οι βυζαντινοί επανέκτησαν το κάστρο, το 1259 μ.Χ. Οι κάτοικοι του Γερακίου, όπως έγινε και στον Μιστρά, για να μπορέσουν να προστατευτούν από τις συνεχείς επιδρομές, άρχισαν να συνοικίζουν τις πλάγιες του λόφου, όπως μαρτυρούν πολλά ερείπια σπιτιών, εκκλησίες και παρεκκλήσια, χωρίς, βέβαια, να εγκαταλείψουν την κάτω πόλη, στην οποία σώζονται εκκλησίες και οικισμοί.
Κατά την προφορική παράδοση, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας, για την ανέγερση των Ι. Ναών προηγήθηκαν σ’ ευσεβείς Χριστιανούς οράματα, σχετικά με τον τόπο και την ονομασία των Αγίων, που θ’ αφιερούτο ο Ι. Ναός.

2. Ιστορικές μαρτυρίες και τοποθεσίες ανεγέρσεως των Ι. Ναών
Με τον νου και την σκέψη προς το Υπέρτατο των όντων, την Τριαδική Θεότητα, οι κάτοικοι της Βυζαντινής πόλεως του Γερακίου, έκτισαν Ι. Ναούς, αφιερωμένους τόσο στην Υπεραγία Θεοτόκο, όσο καις τους διαφόρους Αγίους της ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επάνω στο δίκορφο πρόβουνο του Πάρνωνα, που βρίσκεται απλωμένο το κάστρο (1/2 ώρα περίπου, από την σημερινή κωμόπολη), που έχει σχήμα ακανόνιστου ορθογώνιου, είναι κτισμένες, μέσα και έξω απ’ αυτό Ι. Ναοί.
Εάν στρέψει ο παρατηρητής το βλέμμα του, προς το κάστρο σήμερα, θα δει ότι σώζονται μερικοί πύργοι και τμήματα του τείχους με τις πύλες, τις επάλξεις, τους διαδρόμους μάχης, τις πολεμίστρες, τις καταχύστρες και τους εξώστες.
Μέσα, λοιπόν, και έξω από το κάστρο σώζονται οι βυζαντινοί Ι. Ναοί; 1) Ο μεγάλος Ι. Ναός του Αγίου Γεωργίου, 2) Των Θεοφανίων, 3) Των Ταξιαρχών, 4) Του προφήτου Ηλία, 5) Της Ζωοδόχου Πηγής, 6) Της Αγίας Παρασκευής.
Επίσης μέσα και γύρω από την πόλη του Γερακιού, υπάρχουν οι Βυζαντινοί Ι. Ναοί: 1) Ευαγγελίστριας, 2) Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, 3) Άγιος Νικόλαος.
Για να έχει ο ερευνητής οπτική εικόνα όλων των Ι. Ναών που προαναφέραμε, μπορεί ν’ ανατρέξει στο φωτογραφικό λεύκωμα του φωτ. Β.Ν. Γεωγιάδη, σχετικό με τους Ι. Ναούς του Γερακίου.

3. Αρχιτεκτονική δομή των Ι. Ναών της περιοχής Γερακίου και ανοικοδόμησις των
Ας εξετάσουμε την αρχιτεκτονική δομή των Ι. Ναών τόσο του Κάστρου, όσο της πόλης του Γεαρακίου, όπως διασώζονται σήμερα, όπως και τις τυχόν ανοικοδομήσεις που έγιναν κατά την διάρκεια των αιώνων.

Α) Ι. Ναός του Αγίου Γεωργίου
Κτίστηκε τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Κατασκευάστηκε δικλιτος, με σειρά κιόνων, με σμιλευτά κιονόκρανα, του γνωστού αμφιοκταγωνικού τύπου κίνες.
Οι κίονες είναι κατασκευασμένοι από άσπρο μάρμαρο και βρίσκονται επάνω σε στυλοβάτη, 0,26 εκ. από το έδαφος. Οι βάσεις των, ιωνικές, σπείρες, δεν πατούν απ’ ευθείας στον στυλοβάτη, αλλά είναι ενωμένες σε μία πέτρα με υψηλό βάθρο, όπως ακριβώς συμβαίνει στα ρωμαϊκά κτίρια των Αυτοκρατορικών χρόνων. Υπάρχει ομοιογένεια εργασίας και τεχνοτροπίας, χωρίς να προέρχονται από τα τμήματα αρχαίων μνημείων1.
Την εποχή της Φραγκοκρατία, έγιναν πολλές προσθήκες στον Ι. Ναό, ώστε σήμερα να διασώζονται ολόκληρη η τοιχογράφηση του, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα μ.Χ.
Το Εικονοστάσι, που υπάρχει στον βόρειο τοίχο, είναι κατασκευασμένο από πωρόλιθο, σε δεύτερη χρήση και πλαισιώνει την τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου.
Το σημαντικότερο σημείο του Ι. Ναού είναι η τεχνική του Εικονοστασίου.
Σκαλιστό, με διάτρητο διάκοσμο, έχει στις οξυκόρυφες αποπλήξεις του και στα δύο πλάγια, προβληματικά ανάγλυφα οικόσημα.
Επίσης, επάνω από την κύρια είσοδο του Ι. Ναού, υπάρχουν όμοια ανάγλυφα οικόσημα, αλλά και στην ασπίδα του Αγίου Γεωργίου, ζωγραφιστό. Κατά τον Α. Ορλάνδο και άλλους σύγχρονους αρχαιολόγους και Βυζαντινολόγους, αληθινά θεωρούνται μόνο τα οικόσημα της κορυφής του εικονοστασίου και της κύριας εισόδου.
Τα υπόλοιπα είναι, μάλλον, διακοσμητικά.
Τέλος, η Ωραία Πύλη σχηματίζεται από πεσσούς όμοιους προς τους της βασιλικής της Ο΄λυμπίας2.
Β) Ι. Ναός των Θεοφανίων
Ο Ι. Ναός είναι σταυρεπίστεγος, κτισμένος με μεγάλη αρχιτεκτονική φροντίδα και επιμέλεια.
Εξωτερικά, λόγω της απότομης κλίσεως του εδάφους, που βρίσκεται ο Ι. Ναός, υπάρχει αναλημματικός τοίχος, στην ανατολική, νότια και δυτική πλευρά του Ι. ναού.
Εσωτερικά, οι ελάχιστες τοιχογραφίες, που σώζονται, είναι εξαιρετικής τέχνης.
Τέλος, διακρίνονται εξωτερικά και εσωτερικά ίχνη προσθηκών μεταγενέστερων χρόνων, που ευτυχώς, δεν έχουν αλλοιώσει την ουσιαστική αρχική μορφή του Ι. Ναού.

Γ) Ι. Ναός των Ταξιαρχών
Όπως και ο προηγούμενος και ο Ι. Ναός των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, είναι σταυρεπίστεγος. Την οξυκόρυφη είσοδο πλαισιώνει ανάγλυφο τόξο, από πωρόλιθο.
Μοναδική τοιχογραφία, στην Βυζαντινή Αγιογραφία τόσο του Ελλαδικού χώρου, όσο και του παγκόσμιου είναι η Άλωση της Ιεριχούς από τον Ιησού του Ναυή.
Από τις ελάχιστες σωζόμενες τοιχογραφίες υπάρχουν και τμήματα των θαυμάτων του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.

Δ) Ι. Ναός Προφήτου Ηλία
Ο αρχιτεκτονικός τύπος, τον οποίο παρουσιάζει το καθολικό της εκκλησίας, είναι τρίκογχος βασιλική, με ελάχιστα ίχνη τοιχογραφιών, που έχουν καταστραφεί από το διάβα των αιώνων.

Ε) Ι. Ναός Ζωοδόχου Πηγής
Χτίστηκε το 141 μ.Χ. και είναι απλός καμαροσκέπαστος. Περιέχει ιδιαίτερα αξιόλογες τοιχογραφίες, από τις οποίες η σημαντικότερη είναι αυτή του Ελκομένου Χριστού, όπως επίσης του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και των κτητόρων του Ι. Ναού3.
Στην βιντεοκασέτα του 4ου κύκλου, του διοργανωτή του παρόντος Επιστημονικού Βυζαντινού Συνεδρίου καθ. Κ. Α. Θ. Νεζερίτη, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να δει και να μελετήσει την αποτύπωση των λεπτομερειών του Ι. Ναού Ελκόμενου Χριστού και του Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας,













ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ: Αισθητική ανάλυση

Από τον Αρχιμ. Δανιήλ Σάπικα, καθηγητή θεολόγο- Γενικό Ιατρό






ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΓεννήθηκε το 496 π.Χ. στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας. Μόλις 28 χρονών κέρδισε το πρώτο βραβείο, στους Δραματικούς αγώνες, με το έργο "ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ" συναγωνιζόμενος τον Αισχύλο. Διακρίθηκε πάρα πολλές φορές και το 441, μετά την παρουσίαση της "Αντιγόνης" εκλέχτηκε συστράτηγος του Περικλή, στον Σαμιακό πόλεμο. Έγραψε περίπου 120 τραγωδίες, από τις οποίες σώζονται μόνο επτά.
Ο WILLANOWITZ τις τοποθετεί με την εξής σειρά:1) Αντιγόνη, 2) Αίας, 3) Οιδίπους τύραννος, 4) Ηλέκτρα, 5) Τραχινίαι, 6) Φιλοκτήτης, 7) Οιδίπους επί Κολωνώ.ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣΜετά την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και την αυτοεξορία του από την Θήβα, οι δύο γιοι του Πολυνείκης και Ετεοκλής συμφωνούν να έχουν την βασιλεία ένα χρόνο ο ένας και ένα χρόνο ο άλλος. Μετά το τέλος του πρώτου χρόνου ο Ετεοκλής αρνείται να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, ο οποίος πηγαίνει στο ʼργος και αφού παντρεύτηκε την κόρη του Αδραστου εκστρατεύει εναντίον της Θήβας μαζί με τους άλλους έξι ("Επτά επί Θήβας" του Αισχύλου). Για να δοθεί ένα τέλος στον πόλεμο αποφασίζεται να μονομαχήσουν τα δύο αδέλφια. Κατά την διάρκεια της μονομαχίας σκοτώνονται και τα δύο αδέλφια κι έτσι λύνεται η πολιορκία της Θήβας. Ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, Κρέοντας, αδελφός της Ιοκάστης, απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη και απειλεί με θάνατο οποιονδήποτε παραβιάσει τις εντολές του.ΤΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΊΑΣΣτον πρόλογο, στίχοι 1-99 εμφανίζονται οι δύο κόρες του Οιδίποδα, η Αντιγόνη και η Ισμήνη. Η Αντιγόνη προσπαθεί να πείσει την αδελφή της να την βοηθήσει να θάψουν τον Πολυνείκη. Όμως η Ισμήνη διστάζει φοβούμενη τις απειλές του Κρέοντα.Πάροδος, στίχοι 100-161: Ο χορός που απαρτίζεται από γέροντες της Θήβας, υμνεί τους θεούς και τους ευχαριστεί που βοήθησαν να τελειώσει ο πόλεμος.Α΄ Επεισόδιο, στίχοι 162-331: Εμφανίζεται ο Κρέοντας, ο οποίος αφού λέει ότι νομίμως κατέχει την εξουσία, αρχίζει να αναπτύσσει τις πολιτικές του αρχές και αναγγέλλει την απόφασή του να θαφτεί ο Ετεοκλής με όλες τις τιμές και ο Πολυνείκης να μείνει άταφος, έρμαιο των πτηνών και των άγριων ζώων.Εκείνη την στιγμή έρχεται ο φύλακας να αναγγείλει ότι κάποιος τόλμησε να παραβεί τις εντολές του. Εξαγριωμένος ο Κρέοντας, απειλεί όλους ότι θα τους τιμωρήσει σκληρά αν δεν βρουν τον δράστη.Α΄ Στάσιμο, στίχοι 332-375: Ο χορός εξυμνεί το πολυμήχανο ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο όταν θέλει μπορεί να υπερνικήσει και το μεγαλύτερο εμπόδιο.Β΄ Επεισόδιο, στίχοι 376-581: Ο φύλακας μπαίνει οδηγώντας την Αντιγόνη, την οποία παρουσιάζει σαν παραβάτη της εντολής του Κρέοντα. Στις ερωτήσεις του Κρέοντα η Αντιγόνη απαντάει χωρίς φόβο ότι προτίμησε να φανεί συνεπής στους άγραφους νόμους. Παράλληλα εμφανίζεται η Ισμήνη, η οποία προσπαθεί να μοιραστεί τις ευθύνες της ταφής του Πολυνείκη. Η Αντιγόνη όμως την διαψεύδει και ο Κρέοντας διατάζει να οδηγηθούν και οι δύο αδελφές στο παλάτι.Β΄ Στάσιμο, στίχοι 582-625: Ο χορός θρηνεί για την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας και μακαρίζει εκείνους οι οποίοι κατορθώνουν να περάσουν την ζωή τους μακριά από τις συμφορές και την δυστυχία.Γ΄ Επεισόδιο, στίχοι 626-780: εμφανίζεται ο Αίμωνας, γιος του Κρέοντα, ο οποίος προσπαθεί με πλάγιο τρόπο να πείσει τον πατέρα του να μην θανατώσει την Αντιγόνη λέγοντας ότι ένας τύραννος δεν πρέπει να πηγαίνει ενάντια στην θέληση της πόλης, διότι ολόκληρος ο λαός θρηνεί για τον επικείμενο θάνατό της.Γ΄ Στάσιμο, στίχοι 781-800: Ο χορός παρασυρμένος από τον άτυχο έρωτα της Αντιγόνης και του Αίμωνα, υμνεί την παντοδυναμία του Έρωτα. "Έρως ανίκατε μάχαν".Δ΄ Επεισόδιο, στίχοι 801-943: Η Αντιγόνη οδηγείται από τους φύλακες στον τόπο που πρόκειται να θανατωθεί. Ο χορός προσπαθεί να την εμψυχώσει και να την παρηγορήσει.Δ΄ Στάσιμο, στίχοι 944-987: Ο χορός μιλάει για την παντοδυναμία της Μοίρας.Ε΄ Επεισόδιο, στίχοι 988-1114: Ο Τειρεσίας κατηγορεί τον Κρέοντα ότι προκάλεσε την οργή των θεών και τον παρακινεί να θάψει τον Πολυνείκη. Ο Κρέοντας τον βρίζει και λέει ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ αυτή την ταφή. Ο χορός προσπαθεί να μεταπείσει τον Κρέοντα και τον συμβουλεύει να ελευθερώσει την Αντιγόνη και να θάψει τον Πολυνείκη. Τελικά ο Κρέοντας πείθεται.ΣΤ΄ Στάσιμο, στίχοι 1115-1154: Ο χορός επικαλείται τον Διόνυσο προστάτη της Θήβας να απαλλάξει την πόλη από το μίασμα.Έξοδος, στίχοι 1155-1353: Εμφανίζεται ο άγγελος ο οποίος ανακοινώνει την αυτοκτονία του Αίμωνα και της Αντιγόνης. Η Ευρυδίκη, μητέρα του Αίμωνα, που ήταν παρούσα στην αναγγελία του θανάτου του γιου της, φεύγει σιωπηλά ενώ ο χορός εκδηλώνει την ανησυχία του για μια νέα συμφορά. Ο Κρέοντας θρηνεί για τον γιο του μέχρι που έρχεται και η αναγγελία του θανάτου της Ευρυδίκης.
Δεν έχει πια τίποτα καλό να περιμένει από τη ζωή και μετανιωμένος για ό,τι έκανε επικαλείται τον θάνατο. Ο χορός βλέποντας την φοβερή δυστυχία που έφερε η απόφαση του Κρέοντα ψάλλει ότι, η ευδαιμονία των ανθρώπων βρίσκεται στην φρόνηση, ενώ η αλαζονεία και η ασέβεια προς τους θεούς γίνεται πάντα η αφορμή των μεγάλων συμφορών.ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ίσως είναι η τελειότερη μορφή σε όλη την ελληνική δραματουργία. Ένας χαρακτήρας πολυσύνθετος. Δεν θα ήταν δύσκολο να την χαρακτηρίσει κανείς, την στιγμή που τα ίδια της τα λόγια, οι πράξεις της, η συμπεριφορά της αναδεικνύουν την προσωπικότητά της. Είναι μια γυναίκα που δεν φοβάται και δεν υποτάσσεται σε κανέναν. Οδηγός της είναι το συναίσθημα και όχι η λογική. Δεν αντιδρά στον ατίμωση του Πολυνείκη γιατί έτσι υπαγορεύουν οι άγραφοι νόμοι, αλλά και γιατί σπρώχνεται από το αίσθημα της αδελφικής αγάπης. ʼλλωστε όπως λέει και η ίδια έχει γεννηθεί μόνο για να αγαπάει (στίχος 523).Το θάρρος της και η ευσέβειά της προς τους θεούς φαίνονται στους στίχους 446-55. Ο Κρέοντας την ρωτάει αν ήξερε την διαταγή του. Θα μπορούσε να αρνηθεί ότι ήξερε και να ξεφύγει από οποιαδήποτε κατηγορία. Όχι μόνο δεν το αρνείται αλλά του εξηγεί ότι το έκανε γιατί δεν ήταν διαταγή του Δία και της Δίκης αλλά διαταγή ενός θνητού.Δεν φοβάται τις ευθύνες και γι αυτό διαψεύδει την Ισμήνη όταν εκείνη προσπαθεί να εμφανιστεί στον Κρέοντα σαν συνεργός. Όμως πέρα απ όλα αυτά δεν παύει η Αντιγόνη να είναι και γυναίκα. Η ιδέα του θανάτου δεν την τρομάζει, όμως είναι και αυτή ένας απλός άνθρωπος, με αδυναμίες, γι αυτό όταν την οδηγούν στην φυλακή θρηνεί την τύχη της. Λυπάται που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί σαν γυναίκα, δημιουργώντας μια οικογένεια, αλλά πεθαίνει ολοκληρωμένη σαν άτομο, ξέροντας, ότι πάνω απ όλα έκανε το χρέος της υπηρετώντας τους νόμους της ηθικής.ΙΣΜΗΝΗ: Δεν έχει την ηρωική ψυχή της αδελφής της, η οποία εξεγείρεται και επαναστατεί μπροστά στο άδικο. Φοβάται και δεν διστάζει να το δείξει, σ αυτήν η λογική υπερτερεί του συναισθήματος. Έτσι παρουσιάζεται στον πρόλογο της τραγωδίας. Αλλά η μεταστροφή της στο δεύτερο επεισόδιο είναι αισθητή.Στίχος 558: "Κι όμως η ευθύνη της πράξεώς μας είναι ίση και για τις δυό μας". Μ αυτά τα λόγια προσπαθεί να συμπαρασταθεί στην αδελφή της. Έτσι, όταν ο Κρέοντας την αποκαλεί "άφρων", αφού προτίμησε να κάνει άσχημες πράξεις μαζί με τους κακούς, η Ισμήνη απαντάει: "Πώς είναι δυνατόν να ζω μόνη, χωρίς αυτή εδώ". Η αδελφική αγάπη, η ίδια που παρακίνησε την Αντιγόνη να θάψει τον αδελφό της, οδηγεί την Ισμήνη να μοιραστεί τις ευθύνες μαζί με την αδελφή της. Η μεγάλη της δυστυχία, για τα γεγονότα που έχουν συμβεί στην μέχρι τώρα ζωή της, διακρίνεται στον στίχο 564: "Το μυαλό στους δυστυχισμένους φεύγει απ την θέση του".ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Είναι ένας άνθρωπος ικανός, αυστηρός και με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Διακηρύσσει ότι είναι ο νόμιμος διάδοχος της εξουσίας και ότι η πατρίδα γι αυτόν είναι υπεράνω όλων (στ. 162-210).Ο εγωισμός του και η αλαζονεία φαίνεται από τα πιστεύω του ότι μπορεί να κυβερνά όχι μόνο τους ζωντανούς αλλά και τους νεκρούς. Έτσι χαρακτηρίζοντας προδότη τον Πολυνείκη και απαγορεύοντας την ταφή του, πάει ενάντια στους θεούς και στους άγραφους νόμους.Παρ όλα αυτά φοβάται ότι κάποιος μπορεί να πάει ενάντια στην διαταγή του. Γι αυτό προσπαθεί με τα λόγια του να αποτρέψει οποιοδήποτε επίδοξο παραβάτη. Του είναι αδύνατο να καταλάβει το ιερό καθήκον της Αντιγόνης και δεν διστάζει να την καταδικάσει σε θάνατο. Η απόφασή του είναι αμετάκλητη ακόμα κι όταν ο ίδιος ο γιος τον παρακαλεί να συγχωρήσει την Αντιγόνη. Έτσι εκδηλώνοντας τις τυραννικές του αρχές φέρνει την δυστυχία, όχι μόνο στην οικογένειά του, αλλά και σε ολόκληρη την πόλη. Δεν διστάζει να βρίσει τον Τειρεσία που προσπαθεί να τον μεταπείσει. Φτάνει μέχρι την "ύβρι" όταν λέει: "δεν θα επιτρέψω την ταφή έστω κι αν οι αετοί αρπάξουν το πτώμα και το φέρουν μπροστά στον θρόνο του Δία" (1039-1041).Μόνο μετά από τις άσχημες προβλέψεις του Τειρεσία αρχίζει να κλονίζεται η πίστη του ότι η απόφασή του είναι σωστή. Και πράγματι, οι προβλέψεις του μάντη αρχίζουν να βγαίνουν αληθινές. Καθώς αναγγέλλεται η αυτοκτονία του Αίμωνα και λίγο αργότερα η αυτοκτονία της Ευρυδίκης. Αυτό είναι και το τελειωτικό χτύπημα για τον Κρέοντα. Η παραφροσύνη τον κυριεύει και επιθυμεί τον θάνατο.ΑΙΜΩΝΑΣ: Η εμφάνιση του Αίμωνα προκαλεί αγωνία στον θεατή, γιατί αφού ο Κρέοντας έχει διακηρύξει ότι είναι μοιραίο ο ʼδης να διαλύσει αυτό το γάμο προβλέπεται η σύγκρουση του πατέρα και του γιου. Στην αρχή μιλάει με μεγάλο σεβασμό προς τον πατέρα και προσπαθεί να τον κάνει να αλλάξει γνώμη, παρουσιάζοντά του όχι μόνο τη δική του αλλά και την κοινή γνώμη. Εκφράζει τις βαθιά δημοκρατικές ιδέες του, λέγοντας ότι η πόλη δεν ανήκει μόνο σ έναν άνθρωπο και έτσι πετυχαίνει να εξαγριώσει τον πατέρα του. Αποφεύγει συστηματικά ν αναφέρει το όνομα της Αντιγόνης και η αγάπη του γι αυτήν φαίνεται μόνο στην πράξη της αυτοκτονίας του.ΦΥΛΑΚΑΣ: Εμφανίζεται στην σκηνή τρομοκρατημένος. Τα λόγια του διακρίνει η αφέλεια και η απλότητα. Η τεχνικότατη περιγραφή των καθ οδών αμφιταλαντεύσεών του, οι ερωτήσεις προς τον εαυτό του, το γνωμολογικό του ύφος και η αφέλεια στην έκφραση, η οποία είναι χαρακτηριστική των απλών ανθρώπων, ζωντανεύουν τα πράγματα, παράλληλα όμως προσφέρουν και κάποιες ευχάριστες στιγμές στον θεατή.ΑΓΓΕΛΟΣ: Όπως όλοι οι Αγγελοι της αρχαίας τραγωδίας εμφανίζεται αφελής, ωμός, γνωμολόγος και κατ εξοχήν φλύαρος. Ασχολείται περισσότερο με το να διατυπώνει ιδέες περί ευτυχίας. Αυτό συμβαίνει για να διεγείρει περισσότερο την ανυπομονησία του θεατή.ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Σαν αληθινός μάντης γνωρίζει την θέληση των θεών και προσπαθεί να την υποδείξει ή να την επιβάλλει.ΕΥΡΥΔΙΚΗ: Ηθογραφείται σαν στοργική μητέρα και αξιοπρεπής βασίλισσα.ΧΟΡΟΣ: Έχει πρωταρχικό ρόλο μέσα στο δράμα. Συμμετέχει στην δράση, παρηγορώντας την Αντιγόνη και προσπαθώντας να μεταπείσει τον Κρέοντα. Προσφέρει ευχάριστες στιγμές στο θεατή εκφράζοντας με τα τραγούδια τα νοήματα που ο Σοφοκλής θέλει να περάσει στο κοινό.Η ΒΑΡΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΛΑΒΔΑΚΙΔΩΝΜήπως ο Αισχύλος είχε δίκιο όταν την πλοκή των έργων του, την στήριζε στην κληρονομικότητα της αμαρτίας: Ο Σοφοκλής δεν φαίνεται να συνδέει την τύχη της Αντιγόνης και των αδελφών της με τα σφάλματα του πατέρα της Οιδίποδα, που έπεσε στο βαρύτατο αμάρτημα της συνουσίας με την μητέρα του και τον φόνο του πατέρα του.Όμως δεν φαίνεται να συνδέει αυτή την βαριά μοίρα του Οιδίποδα με το αμάρτημα που είχε πέσει ο πατέρας του, Λάϊος, αρνούμενος την υπακοή στον χρησμό του Απόλλωνα, που του απαγόρευε να κάνει παιδιά.Και μετά πέφτοντας σε δεύτερο σφάλμα, αρνήθηκε το ίδιο του το παιδί, πιστεύοντας ότι έτσι θα γλίτωνε από το πεπρωμένο του.Μα μήπως ο Αισχύλος είχε δίκιο να πιστεύει σ αυτήν την βαριά κληρονομιά της αμαρτίας, στην κληρονομιά της τρέλας από πατέρα σε γιο;Τα δύο αδέλφια της Αντιγόνης αλληλοσκοτώθηκαν φέρνοντας τον όλεθρο στην Θήβα. Η Αντιγόνη συναισθηματική και γεμάτη αγάπη και για τα δυο της αδέλφια, δεν μπόρεσε να υπακούσει στην διαταγή του θείου της και βασιλιά πλέον της Θήβας Κρέοντα και ν αφήσει άθαφτο τον αδελφό της (στ. 20-38).Έπρεπε να εξαγνίσει την ψυχή του. Ήταν μια απόφαση που την πήρε, σπρωγμένη από την μεγάλη της αγάπη για τον αδελφό της. Ήταν όμως και μια απόφαση που πάρθηκε πέρα από την λογική. Μόνη της κατέστρεψε την τύχη της ή απλά ακολούθησε το πεπρωμένο της;Νέα, χωρίς ακόμη να έχει γνωρίσει τον έρωτα, αποφάσισε να πεθάνει κι όταν ο Κρέοντας, αμετάπειστος διατάζει τους φύλακες να την οδηγήσουν στην υπόγεια φυλακή της και να την αφήσουν εκεί μόνη, χωρίς φαγητό (στίχοι 880-890), η Αντιγόνη για πρώτη φορά σε όλη την τραγωδία δειλιάζει. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη της για να πάρει θάρρος, λέγοντας ότι για κανέναν άλλον εκτός από τον αδελφό της, δεν θα έκανε αυτή την θυσία. Γιατί αν πέθαινε ο άντρας της, θα μπορούσε να παντρευτεί άλλον και να κάνει παιδί. Μα τώρα που ο πατέρας και η μητέρα της έχουν κατεβεί στον ʼδη, πώς είναι δυνατόν να γεννηθεί άλλος αδελφός γι αυτήν;Ο θρήνος της συνεχίζεται πικρόχολα μέχρι τον στίχο 943. Το ηθικό της είναι πεσμένο, ο θάνατος την τρομοκρατεί.Μήπως λοιπόν πραγματικά ο Σοφοκλής έγραψε την τραγωδία του στηριζόμενος στην βαριά κληρονομιά της αμαρτίας που καταστρέφει όλη την οικογένεια από γενιά σε γενιά;(Λάϊος - Οιδίποδας - Πολυνείκης - Eτεοκλής - Αντιγόνη).ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ"Πόσις μεν αν ην μοι άλλος κατθανόντος, και παις απ άλλου φωτός, ει τούδε ήμπλακον, μητρός δε και πατρός κατευθότοιν εν Αδον ουκ έστιν όστις αδελφός αν βλάστοι ποτέ".Πολλά προβλήματα δημιούργησαν αυτοί οι στίχοι από τον θρήνο της Αντιγόνης. Σύμφωνα με την γνώμη πολλών μελετητών (GOETHE) δεν ήταν ένα κομμάτι αυθεντικό του Σοφοκλή, μια που προηγουμένως η Αντιγόνη δικαιολογεί την πράξη της, λέγοντας ότι παρέβη την εντολή του άρχοντα για χάρη των άγραφων νόμων, όμως εδώ ομολογεί ότι μόνο για χάρη του αδελφού της παραβαίνει τους νόμους της πολιτείας.Οι μελετητές υποστηρίζουν, ότι οι στίχοι αυτοί είναι μεταγενέστεροι, από μια διήγηση του Ηρόδοτου σύμφωνα με την οποία: "Όταν ο Δαρείος αιχμαλώτισε τον Ιταφέρνη και τον καταδίκασε σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένειά του, πρότεινε στην σύζυγο του αιχμαλώτου να σώσει όποιον θέλει από την οικογένειά της. Εκείνη αποφάσισε να σώσει τον αδελφό της, γιατί, όπως είπε, θα μπορούσε ν αποκτήσει άλλο σύζυγο ή γιο αν πέθαιναν εκείνοι, όμως δεν ήταν δυνατόν ν αποκτήσει άλλον αδελφό αφού είχαν πεθάνει οι γονείς της".Αλλοι πάλι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Σοφοκλής ήταν εκείνος που συνέθεσε αυτούς τους στίχους και ότι απλώς επηρεάστηκε από τον καλό του φίλο, Ηρόδοτο.ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΑΙΩΝΑΗ Αντιγόνη αναφερόμενη στις δυστυχίες της οικογένειάς της με την Ισμήνη, αποκαλεί τον Κρέοντα "Στρατηγό" (στ. 8).Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι εδώ ο Σοφοκλής κάνει έμμεση αναφορά στον Περικλή. Όπως είναι γνωστό ο Σοφοκλής εκλέχτηκε το 441 συστράτηγος του Περικλή, στον Σαμιακό πόλεμο.Στην πρώτη εμφάνιση του Κρέοντα, ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα του ήρωα λόγια με φανερές απεικονίσεις στην πολιτική ζωή της Αθήνας του 5ου αιώνα.Στο πρόσωπο του Κρέοντα εύκολα μπορεί ν αναγνωρίσει κανείς την ίδια την Αθήνα. Όπως είναι γνωστό το 477 με πρωτοβουλία της Αθήνας συγκροτήθηκε μία συμμαχία με πολλές πόλεις της Ελλάδας.Η Αθήνα παίρνει την κηδεμονία της συμμαχίας που είχε σαν κέντρο συγκέντρωσης το νησί της Δήλου. Παρόλο όμως που ήταν μια συμμαχία δυνάμεων, η Αθήνα ήταν ο λεγόμενος "μεγάλος αρχηγός", υποχρέωνε τους συμμάχους να πληρώνουν κάθε χρόνο κάποια χρήματα και να εφοδιάζουν την συμμαχία και με στρατιωτική βοήθεια. Σιγά - σιγά οι σύμμαχοι άρχισαν να δυσφορούν απ αυτή την τυραννική κηδεμονία της Αθήνας και να επαναστατούν. Κάτω απ αυτέ τις συνθήκες, μπορεί εύκολα να δει κανείς στα λόγια του Κρέοντα, την Αθήνα.Στίχοι: "Όλοι πρέπει να υπακούουν στον άρχοντα που η πόλις ανέδειξε?"."Η αναρχία καταστρέφει πόλεις και διαλύει συμμαχίες" (626 - 680).Στίχοι 189 - 190: "ηδ εστιν η σώζουσα και ταύτης επί πλέοντες ορθής τους φίλους ποιούμεθα".Με παρόμοια λόγια εκφράζεται και ο Περικλής στο έργο του Θουκυδίδη· "πλέοντες": όπως είναι γνωστό η Θήβα δεν είχε θάλασσα και κατά συνέπεια δεν είχε ναυτική δύναμη. Πρόκειται για μια λέξη που το νόημά της είναι τελείως ξένο στην κοινωνία των Θηβών. Απεναντίας η Αθήνα ήταν η πιο ισχυρή ναυτική δύναμη, άρα εδώ έχουμε άλλη μια απόδειξη ότι ο Σοφοκλής κάνει μια έμμεση αναφορά στην πόλη του, και στα γεγονότα της εποχής του.Στους στίχους 446 - 455, όταν ο Κρέοντας μαινόμενος αντιμετωπίζει την Αντιγόνη, εκείνη απαντάει: "Δεν είναι ο Δίας ούτε η θεά Δίκη που μου έδωσε αυτήν την εντολή, αλλά ένας απλός θνητός. Έπειτα πρόκειται να ζήσω πιο πολύ με τους κάτω και όχι με τους επάνω που κατοικούν στη γη".Εδώ υπάρχει έντονη η αντιπαράθεση των ιδεών του Σοφοκλή και του Περικλή. Ο Αθηναίος στρατηγός αδιαφορούσε τελείως για τους άγραφους νόμους της ηθικής, ασκώντας πολλές φορές την εξουσία με τρόπο τυραννικό.Η "ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ" ΩΣ ΜΕΣΟ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣΟ Αριστοτέλης, στο έργο του "Ποιητική" αναφέρεται εκτός των άλλων και στην "αναγνώριση". Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό σημείου του δράματος που βοηθάει στην γρήγορη ή όχι εξέλιξή του. Η έννοια αυτή περικλείει μέσα της πολλές πτυχές της υπόθεσης του έργου. Είναι η γνώση που έχουν οι ήρωες για τη γενιά τους, η γνώση για τους υπόλοιπους ήρωες του δράματος.Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει πέντε είδη "αναγνώρισης":"Δεν γνωρίζω και δεν πράττω".Η Ιφιγένεια στην τραγωδία του Ευριπίδη "Ιφιγένεια εν Ταύροις", δεν γνωρίζει ότι το πρόσωπο που πρόκειται να θυσιάσει είναι ο αδελφός της Ορέστης. Παρόλα αυτά δεν τον θυσιάζει και η αναγνώριση γίνεται μέσω του Πυλάδη, ο οποίος είναι παρών στην σκηνή."Δεν γνωρίζω και πράττω".Ο Οιδίποδας, στη τραγωδία του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος", δεν γνωρίζει ότι ο άντρας που πρόκειται να σκοτώσει είναι ο Λάϊος, βασιλιάς της Θήβας και μάλιστα πατέρας του, έτσι δεν διστάζει να τον σκοτώσει."Γνωρίζω και πράττω".Η Μήδεια στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη γνωρίζει ότι τα υποψήφια θύματά της είναι τα ίδια τα παιδιά και παρόλα αυτά τα σκοτώνει. Είναι η πιο τραγική και αδίστακτη ηρωίδα σε όλη την Αρχαία Ελληνική Δραματουργία."Γνωρίζουν και οι δυο".Η Ελένη και ο Μενέλαος, στην κωμική τραγωδία του Ευριπίδη "Ελένη", αναγνωρίζουν αμέσως ο ένας τον άλλον και έτσι αποφεύγεται η τυχών άσχημη εξέλιξη του δράματος."Γνωρίζω και δεν πράττω".Ο Αίμωνας, στην τραγωδία του Σοφοκλή "Αντιγόνη", γνωρίζει ότι η αρραβωνιαστικιά του καταδικάστηκε σε θάνατο, ύστερα από την εντολή του πατέρα του Κρέοντα, παρόλα αυτά όμως δεν κάνει απολύτως τίποτα για να την σώσει. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εδώ έχουμε το χειρότερο είδος αναγνώρισης στην τραγωδία.ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ"Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως, σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι επαγγελίας, περαίνοσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν"."Μίμησις πράξεως". Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν το ύψιστο είδος καλλιτεχνίας. Πρόκειται για την μεταφορά στην σκηνή μιας ανθρώπινης πράξεως. Αντίθετα ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε ότι πρόκειται για μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως, δηλαδή η τραγωδία για τον Πλάτωνα, ήταν "μίμηση της μίμησης" η οποία ξέφευγε από την πραγματικότητα."Μέγεθος εχούσης". Η τραγωδία θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, πρέπει το μέγεθός της να είναι κανονικό, ούτε μικρό ώστε να μην μπορεί να αποδώσει όλα τα νοήματα, αλλά ούτε και μεγάλο που να προκαλεί ανία στον θεατή."Κάθαρσιν". Είναι απαραίτητο ο θεατής να "καθαίρεται" από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δράματος. Γι αυτό ο ήρωας θα πρέπει να διαλεχτεί με μεγάλη προσοχή, δεν πρέπει να είναι κακός και ανέντιμος, γιατί ο θεατής θεωρεί αναπόφευκτη την τιμωρία του και δεν συμπάσχει μαζί του. Δεν πρέπει να είναι αδιάβλητος και εξαίρετος γιατί ο θεατής οργίζεται με τους θεούς, όταν ο ήρωας δεινοπαθεί χωρίς να φταίει. Ο ήρωας, πρέπει να είναι σαν τον "Οιδίποδα", ο οποίος είναι ένας άνθρωπος με πολλές διακυμάνσεις στον χαρακτήρα του, είναι καλός, δίκαιος, θρασύς, καχύποπτος, ένα συνηθισμένος άνθρωπος.Η δουλειά αυτή δεν έχει σκοπό ν αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει ένα βοηθητικό βιβλίο. Σκοπός του είναι να βοηθήσει τον μαθητή να γνωρίσει την αρχαία Ελληνική λογοτεχνία από αισθητικής πλευράς.Για την σωστή επίδοση του μαθητή στ αρχαία ελληνικά χρειάζεται εκτός από γραμματικές και συντακτικές γνώσεις, διείσδυση στο πνεύμα του συγγραφέα και στους χαρακτήρες των ηρώων του έργου. Το έργο οποιουδήποτε συγγραφέα δεν πρέπει ν αντιμετωπίζεται σαν μια σύνθεση σκέψεων που απλά έγινε για να παρουσιαστεί σε κάποιο κοινό.Θα πρέπει ο αναγνώστης ν αναζητήσει την σκοπιμότητα για την οποία γράφτηκε και το τι αντικατοπτρίζει στην πολιτική και οικονομική ζωή της εποχής που γράφτηκε.
[1]. P. G. 30 (368).
α. Π. Άθανασίου Γιεβτιτς «Δόγμα και ήθος εις την Ορθόδοξον παράδοσιν».
Β. Μ. Φαράντου «Θεολογικαί όψεις του δόγματος» Θεολογία σ. 233.
[2]. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας τομ. Π’.
[3]. Γρηγορίου Νύσσης P. G. 46 (24η επιστολή).
[4]. Μ. Βασιλείου «Περί Αγίου Πνεύματος 27, 66 P. G. 32 (188 Α). Πολλοί άλλοι Πατέρες έγραψαν δια το δόγμα. Ο Θείος Χρυσόστομος υπομνηματίζων την προς Κολασαεις επιστολή του Απ. Παύλου και δη αναφερόμενος εις τον ΙΔ’ στίχον του β’ κεφαλαίου, λέγει: «τοις δόγμασι, φήσι. Ποιοις δόγμασι; Τη πίστει. Ουκουν αρκεί πιστεύσαι» (Ιωαν. Χρυσοστομου P. G. 62 (340). Ο Θεοδωρητος αναφέρόμενος εις την προς Εφεσίους επιστολήν του Απ. Πάυλου εν σχέσει προς τας Ευαγγελικάς συμβουλάς. Εις τον ΙΕ’ στίχον του β’ κεφαλαίου, γράφει «δόγματα δε την ευαγγελικήν διδασκαλίαν εκάλεσε» (Θεοδωρήτος P. G. 82 (524Β). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας, γράφει «επιγνόντες α προτέρων ηγνόουν, απονίψωνται τας εαυτών ασεβείας ακοάς τω της αληθέιας νάματι και τοις της ευσεβείας δόγμας» (Κλήμης Αλεξανδρείας P. G. 25 (420). Αλλαχου δε παραθέτει σχετικώς: «Ο γνωστικίς άρα ημίν μόνος, εν αυτοίς καταγηράσας ταις Γραφαίς, την Αποστολικής και εκκλησιαστικήν σώζων ορθοτομίαν των δογμάτων, κατά το Ευαγγέλιον ορθότητα βίου». (Κλήμης Αλεξανδρείας P. G. 9 (545). Ο δε χαλκέντερος Ωριγένης λέγει: «τι δε άτοπον το αρχήν του ημετέρου δόγματος, τουτέστιν του Ευαγγελίου, είναι το νόμον»; (Ωριγ. Κατά Κέλσον, ΙΙ, Βερολίνο έκδος. 1, 131). Τέλος ο Ευσέβειος Καισαρείας, όσον αφορά τα δόγματα λέγει «Ο Χριστός τοις εαυτού οπαδοίς δεν κατελίπεν απλούς τύπους και εικόνας, αλλ’ αυτάς τας γυμνάς αρετάς και βίον ουράνιον αυτοίς αληθείας δόγμασι» (Ευς. Καισαρείας P. G. 20 (73 Α).
1. Κυρίλλου Ιεροσολύμων P. G. 33 (456)
1. Το χωρίον έχει ως εξής: “IN EINER DER BEIDEN OFFENBAGUNGSQELLEN, IN DER HEILIGEN SCHRIFT ODER IN DER UBERLIEFERUNG” (Αν. μν. εργ. τ. Ι, σ. 70)
Γ. Μ. Φαράντου «Θεολογικαί όψεις του δόγματος» (Θεολογία 1969 σ. 223 – 227).
Δ. Αυτόθι, σελίς 226.
Ε. Δογματική Χ. Ανδρούτσου σελίς 13 κ. εξής.
Στ. Μ. Φαράντου «Θεολογικαί όψεις του δόγματος» (Θεολογία 1969 σ. 224).
1. Επιστολή Ιούδα, 3.
2. Α’ Κορινθίους Ιγ’ 30.
3. Κοντάκιον Κυριακής Αγίων Πατέρων.
4. Ιωάννου ΙΖ’ 17.
[5]. Ομιλία 82α, 1 εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Μ. P. G. 59 (443).
Ζ. π. Αθανασίου Γιέβτιτς: «Δόγμα και ήθος εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν».
[6]. Απάντησις εγκύκλιος Ιεράς Συνόδου Ελλάδος προς Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως 1902.
1. P. G. 53 (110).
2. Κυρίλλου Ιεροσολύμων Κατηχ. 4, 2 P. G. 33 (456).
Η. π. Αθανασίου Γιέβτιτς: «Δόγμα και ήθος εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν».
Θ. «Συνοπτικόν διάγραμμα της βασικής δογματικής διδασκαλίας της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Θ.Ε.Π.Α. τόμος Θ 1953 – 54 σ. 118 κ.ε.).
Ι. «Δογματική» Χ. Ανδρούτσου σ. 14
ΙΓ. Π. Αθανασίου Γιεβτιτς, αυτόθι.
ΙΔ. Μ. Φαράντου αυτόθι Θεολογία 1969 σ. 230
ΙΕ. Μ. Φαράντου αυτόθι Θεολογία 1969 σ. 227
(1). Ρωμ. Η, 26 – 27.
2. Γεν. Σχολαρίου Αν. μν. Εργ. Τόμος ΙΙΙ σ. 343 37 τ. ΙV, 191, 10 – 11.
ΙΣτ. Μ. Φαράντου αυτόθι Θεολογία 1969 σ. 233 – 235.
ΙΖ. «Δογματική» Χ. Ανδρούτσου σ. 15.
ΙΗ. Ν. Μητσοπούλου «Η παραθεώρησις της Σωτηριολογικής σημασίας της ακρίβειας του δόγματος υπό του πληρώματος της εκκλησίας» Εκκλησία 1967 σ. 209.
1. Ευσ. Παμφ. κατά Μαρκ. Επισκ. Αγκυρ. P. G. 24 (756).
2. Γρηγ. Νύσσης P. G. 46 (1089 Β). Και άλλοι Πατέρες έγραψαν σχετικώς δια τας αιρέσεις και τα δόγματα. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «υπέρ του μη την ψυχήν εξ αμαθέιας απολέσθαι, εν ολίγοις τοις στίχοις το παν δόγμα της πίστεως περιλαμβάνομεν» (Κατ. Κυριλ. Ιερ. P. G. 33 (520). Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει «επόμενοι δε πανταχόυ τοις ιεροίς γραμμασι και τοις των θεηγόρων φωναίς το χρήναι κρατείν απονέμοντες, αντιστάμεθα μόνοι τοις τας ορθά της εκκλησίας δόγματα διαστρέφουσι» (Κυριλ. Αλεξ. P. G. 76 (348). Ο δε LACTANTIOS σχετικώς αναφέρει «OMNIS SAPIENTIA HOMINIS IN HOC UNO EST, UT DEUM COGNOSCAT ET COLAT: HOC NOSTRUM DOGMA, HAEC SENTENTIA EST» (LACT. I) IV INSTIT. 3, 30 PL 6 (444). Τέλος ο ΛΖ αποστολικός κανών «Δευτερον του έτους σύνοδος γινέσθω των επισκόπων και ανακρινέτωσαν αλλήλοις τα δόγματα της ευσεβείας…και τας αντιλογίας διαλυέτωσαν».
3. Γρηγ. Νύσσης P. G. 61 (646).
ΙΘ. Δογματική Χ. Ανδρούτσου σ. 16.
Κ. Π. Μπρατσιώτου. «Η έννοια του δόγματος εν τη Ορθοδόξω Θεολογία 1957 σ. 516.
1. Μνημ. Εργ. σελ. 2.
ΚΑ. Δογματική Π. Ν. Τρεμπέλα. Τομ. Θ’ σ. 11.
2. Β’ Κορινθ. 8, 2 Ιωάννου 7, 17.
3. Ιωαν 6, 69 Εφεσίους 4, 13 Δογμτ. Χ. Ανδρούτσου σ. 17.
ΚΒ. Ν. Νησιώτικη «Προλεγόμενα εις της Θ. γνωσιολογίαν» 1965, σ. 93.
ΚΓ. Δογματική Χ. Ανδρούτσου σ. 14 κ.ε.
ΚΔ. Αυτόθι σ. 16 κ.ε.
4. Μ. Βασίλειος P. G. 29 (556)
5. P. G. 61 (625).
ΚΕ. Μ. Φαράντου αυτόθι Θεολογία 1969 σ. 230.
ΚΣτ. Β. Τατάκη «Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής αρχαιολογίας» Αθήναι 1952 σ. 34.
ΚΖ. Αυτόθι σ. 38 κ.ε.
ΚΗ. Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκης τόμος περί δόγματος και Ορθού λόγου (γράμματα Δ και Ο).
ΚΘ. Μ. Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία τομ. 8 (201) 17 (5858 – 586).
1. Μ. Βασίλειος Ψαλμ. 115 κεφ. 2 P. G. 30.
Λ. Δογματική Π. Ν. Τρεμπέλα τομ. Α’ σ. 11.
2. Κλήμης Άλεξ. Στρωμ. V, XIV Βερ. Εκδ. ΙΙ, σ. 420. Ο Θεοδώρητος σχετικά λέγει: «δείται η πίστις της γνώσεως, καθάπερ η γνώσις της πίστεως, ούτε γαρ πίστις άνευ γνώσεως, ούτε γνώσις άνευ πίστεως γένοιτ΄αν» (Ελλην. Παθημ. Θεραπ. Λόγος Α’ P. G. 83, 816). Ο δε Ωριγένης «ότι πολλήν παρασκευήν την μετά της δοκούσης αποδείξεως λογικής» εισενεγκάντο «οι περί αλθείας φιλοσοφείν επαγγελόμενοι» (περί αρχών εκδ. Πρως. Ακαδ. 293) βιβ. ΙV κεφ. Ι.
3. Δογματική Π. Ν. Τρεμπέλα σ. 12 κ.ε.
4. Κυριλ. Αλεξ. Υπομν. Κατά Ιωάν. Στ. 70 P. G. 73, Δογμ. Π. Ν. Τρεμπέλα.
4. Κυριλ. Αλεξ. Υπομν. Κατά Ιωάν. Στ. 70 P. G. 73, Δογμ. Π. Ν. Τρεμπέλα.
ΛΑ. Κ. Σκουτέρη κατά τας παραδόσεις της Δογματικής εις Β’ τάξιν Α.Ι.Σ.Α. το έτος 1971.
ΛΒ. Δογματική Χ. Ανδρούτσου σ. 18.
ΛΓ. Δογματική Π. Ν. Τρεμπέλα σ. 15.
1. Γενέσεως , Α΄26
2. Ωριγενούς κατά Κέλσου, Α’ LXIV, 1, 14, 24, κατά Κελσου Γ’ LXIV, 14 – 21.
3. Ωριγενούς κατά Κέλσου, Α’ LXIV, 1, 14, 24, κατά Κελσου Γ’ LXIV, 14 – 21.
4. Αυτόθι Α’, LXIV, 22.
5. Ωριγενούς κατά Κέλσου Γ’ LXII, 13 – 21.
6. Αυτόθι, κατά Κέλσου Γ’ LXI, 8 – 12.
7. Αυτόθι Γ’, LXII, 13 – 21, κατά Κέλσου Γ’ LIX, 35 – 37, κατά Κέλσου Γ’ LXΙ, 29 – 37,
κατά Κέλσου Γ’ LXΙ, 29– 4, περί Ευχής, XXVII 22 – 25, XXVIII, 34 – 39.
8. Ωριγενούς κατά Κέλσου Γ’, LXIII, 15 – 19.
9. Ωριγενούς περί Ευχής, XXVIII, 7 – 10.
10. Ωριγενούς περί Ευχής, XXVIII, 7 – 10, 11 – 17.
11. Ωριγενούς περί Ευχής, XXVI, 2, κατά Κέλσου Γ’, LXVIII, 22 – 27.
12. Ωριγενούς Β’ Ομιλία εις Λευϊτικόν, PG, 12, 418.
13. Ωριγενούς κατά Κέλσου Δ’, ΙΙΙ – IV, 10 – 14, περί Ευχής ΧΧVI, 5 ΧΧVII, 2, 40 – 1 – 3, κατά Κέλσου Δ’ ΙΙΙ – IV, 10 – 14.
14. Ωριγενούς κατά Κέλσου Γ’, LXXI, 4 – 14 κατά Κέλσου Γ’, LXV, 21 – 24.
* Παρουσιάσθηκε στη διάρκεια των εργασιών του Διεθνούς Επιστημονικού Βυζαντινού Συνεδρίου (30.9 – 1.10.89 Μυστράς – Σπάρτη).
1. Α. Τεγόπουλος – Λακωνία, εγκυκλ. «ΔΟΜΗ», σ. 240.
2. Έγινε το 1264 μ.Χ.
3. Έζησε από το 1308 – 1316 μ.Χ.
4. Έζησε 1316 – 1321 μ.Χ.
5. Αβικέννα «Κανόνας της Ιατρικής», Άραβας γιατρός 15ου αιώνα μ.Χ.
7. 1400 μ.Χ.
9. Se non e vero e ben trovato.
10. Εγκυκλ. «Δομή» τ. 13, σελ. 172.
11. 1464 μ.Χ.
1 Ιωάννου Καρμίρη, «Δογματική», έκδοσις Ριζαρείου Σχολής, σελ. 80.
2 Ρωμ. Ε’ 12.
3 Ρωμ. Ε’ 12.
4 Ιωάννου Καρμίρη, αυτόθι, σελ. 82.
5 Παν. Τρεμπέλα, «Δογματική», Β’ τόμος, σελ. 356.
6 Αυτόθι, σελ. 357.
7. Γενέσεως ΚΒ’ 18.
8. Μαλαχίας, Α’ 11.
9 Ματθαίου, ΚΔ’ 14.
10. Ιωάννου, Ι’ 16.
11. Ματθαίου, ΚΗ’ 19.
12. Λουκά, ΚΔ 47.
13 Επιστολή προς Σμυρναίους, Η’ 8, εκδ. Β.Ε.Π.Ε.Σ., σελ.281.
14 Παν. Τρεμπέλα, Αυτόθι, σελ. 358.
15 Μ. Βασιλείου, επιστολή 133, «Πέτρω επισκόπω Αλεξανδρείας», M.P.G. 32, 569.
16 Μ. Βασιλείου, επιστολή 98,2, «Ευσεβίω επισκοπω Σαμοσάτων».
17 Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος 4, 67 M.P.G. 35, 588.
18 Αυτόθι, σελ. 3588/9.
19 Ι. Καρμίρη, Εκκλησιολογία Τριών Ιεραρχών, Αθήναι εκδ. 1962, σελ. 84.
20 Ιωάννου, 1, 16.
21 Ι.Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Εφεσίους 10,1 M.P.G. 62, 75.
22 Γρηγ. Νύσσης, Κατά εικονοκλαστών επιστολή, σελ. 3, 22, 16 – 18 M.P.G. 46, 1017C.
23 Γρηγ. Νύσσης, Εις το ποιήσωμεν άνθρωπον, M.P.G. 44, 281 D.